Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΚΙΡΑΝΑ- Η χώρα του αλλού -τελευταίο μέρος - Κιράνα


                                                          
                                                                   Κιράνα 

- Καλημέρα, τους είπε. «Έμαθα ότι ψάχνετε την Κιράνα και ότι έρχεστε από πολύ μακριά.»
- Είναι αλήθεια. Ο Κοράν πετάχτηκε επάνω και άρχισε να τρίβει τα μάτια του από τις τσίμπλες. Οι άλλοι ακόμα καλά, καλά δεν είχαν ξυπνήσει.
- Το περίεργο δεν είναι ότι ψάχνετε την Κιράνα. Το περίεργο είναι ότι κατορθώσατε να φτάσετε μέχρι εδώ. Δεν έχει φτάσει ποτέ κανείς εδώ. Και αυτό είναι ένα πραγματικό κατόρθωμα. Οφείλω να σας συγχαρώ και να σας συστηθώ. Είμαι η Κιράνα. Αλλά ψάχνατε λάθος Κιράνα για αυτό δεν μπόρεσε να σας βοηθήσει κανείς. Ψάχνατε για το καράβι Κιράνα ενώ η Κιράνα είμαι εγώ. Και αυτό το καράβι δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει η Κιράνα που βλέπετε μπροστά σας.
- Τι; Ένα επιφώνημα έκπληξης και όλοι σαν ελατήρια πετάχτηκαν πάνω.
- Όλα αυτά για μια γυναίκα; Εμείς ψάχναμε για το ομορφότερο καράβι που υπάρχει και περάσαμε όλα αυτά για να συναντήσουμε μια γυναίκα; Απίστευτο.
Η Κίρα δεν μπορούσε να κρύψει την απογοήτευσή της. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Η γυναίκα που συστήθηκε ως Κιράνα χαμογελούσε με τις αντιδράσεις τους.
- Ποιος σας είπε ότι η Κιράνα είναι καράβι; τους ρώτησε.
- Όλοι. Όλο το σχολείο ξέρει ότι η Κιράνα είναι καράβι. Όλη η πόλη ξέρει ότι η Κιράνα είναι καράβι. Ακόμα και οι καθηγητές μας το ξέρουν, βιάστηκε να απαντήσει η Μάλι.
- Και πως το ξέρουν αυτό αφού κανείς δεν έχει φτάσει μέχρι εδώ; Για να το ξέρει κάποιος, θα πρέπει να έχει δει αυτό το καράβι ή να έχει μιλήσει, τουλάχιστον, με κάποιον που το έχει δει. Οι πρώτοι που φτάνετε εδώ είστε εσείς. Άρα πως οι υπόλοιποι γνωρίζουν ότι η Κιράνα είναι καράβι αφού ποτέ δεν έχουν δει την Κιράνα;
Αυτή η ερώτηση τους βρήκε όλους άφωνους και απροετοίμαστους.
- Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε ο Κοράν. «Εμείς νομίζαμε ότι κάποιος είχε δει το καράβι, εμείς νομίζαμε ότι ο γέρος που μίλησε στην Κίρα είχε δει το καράβι, εμείς νομίσαμε ότι η Κιράνα ήταν καράβι και όλα ήταν μέσα στη δική μας φαντασία. Δεν υπήρχε κάτι σίγουρο και η επιλογή μας στηρίχθηκε απλά και μόνο σε μια υπόθεση που τη νομίζαμε αληθινή μόνο και μόνο γιατί δεν θελήσαμε να τη σκεφτούμε περισσότερο. Και τελικά ορίστε το όμορφο καράβι μας. Δεν λέω ότι δεν είστε όμορφη γυναίκα αλλά σίγουρα ένα όμορφο καράβι δεν είστε.»
Η Κιράνα γέλασε πάρα πολύ με αυτή την αυθόρμητη προσέγγιση του Κοράν και τους κάλεσε να φύγουν και να την ακολουθήσουν στο σπίτι της.
- Θα είναι πάνω από το έδαφος ή κάτω από αυτό; τη ρώτησε η Κίρα.
- Θα χρειαστεί να συρθούμε, να σκαρφαλώσουμε, να κολυμπήσουμε, να πετάξουμε, τι θα πρέπει να γίνει για να μπούμε στο σπίτι σας κυρία Κιράνα; ρώτησε ο Λίνος.
- Υπάρχει καμία περίπτωση να έρθει το σπίτι σας εδώ; ρώτησε η Μάλι.
Η Κιράνα γελούσε με τον αυθορμητισμό τους. Μετά τους απάντησε.
- Τίποτε από όλα αυτά, το μόνο που θα χρειαστεί είναι να περπατήσουμε μαζί μέχρι εκεί και να περάσετε την πόρτα.
Με τα πολλά και τα λίγα, γρήγορα έφτασαν σε ένα όμορφο σπίτι στην πίσω πλευρά του βουνού. Ένα πανέμορφο σπίτι που κοίταζε όλη τη θάλασσα, τελείως ανθρώπινο και προσιτό σε ότι γνώριζαν μέχρι τότε.
- Είναι από την άλλη πλευρά, γι αυτό είναι ίσιο, παρατήρησε ο Κοράν.
- Έχετε πολύ πλάκα, τους είπε η Κιράνα και συνέχισε.
- Αλλά βέβαια αν δεν είχατε αυτή την πλάκα δεν θα μπορούσατε ποτέ να φτάσετε μέχρι εδώ. Ελάτε, περάστε μέσα να ξεκουραστείτε και θα τα πούμε.
Τα παιδιά πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα πάντα ήταν λευκά. Λευκά έπιπλα, λευκοί τοίχοι, τίποτε σκούρο, τίποτε άγριο, τίποτε άσχημο. Μερικοί πίνακες που στόλιζαν το λευκό είχαν και μερικά άλλα χρώματα, όλα απαλά. Ήταν ένα χαρούμενο σπίτι με πανέμορφη θέα που ανήκε σε μια όμορφη χαμογελαστή νέα γυναίκα, που την έλεγαν Κιράνα.
- Το σπίτι έχει πολλά μπάνια. Και πολλά δωμάτια. Μπορείτε να λουστείτε και να περιποιηθείτε τον εαυτό σας, μπορείτε να αλλάξετε ρούχα, θα βρείτε αρκετά στις ντουλάπες και μετά μπορείτε να κατεβείτε κάτω στην τραπεζαρία για να φάμε. Υπάρχει έτοιμο φαγητό. Ίσιο, όπως το λέτε εσείς και σας προλαβαίνω προτού με ρωτήσετε. Άντε ξαμοληθείτε τώρα.
Έφυγαν τρέχοντας και ουρλιάζοντας και μέχρι να αποφασίσουν ποιο μπάνιο θα πάρει ποιος, είχε γίνει ήδη ένας ψιλοχαμός. Στο τέλος φρεσκοπλυμένοι και με καθαρά ρούχα όλοι κατέβηκαν στην τραπεζαρία. Όταν συνάντησαν ο ένας τον άλλον παρατήρησαν ότι όλοι φορούσαν το ίδιο ρούχο. Ένα λευκό χιτώνα ίδιο με αυτό που φορούσε και η όμορφη Κιράνα.
Τα κοίταξε και χαμογέλασε.
- Εμπρός στην τραπεζαρία τώρα, έχει ζεστό φαγητό.
Έκαναν σαν λυσσασμένα και σε μισή ώρα είχε εξαφανισθεί κάθε ίχνος τροφής που υπήρχε σε εκείνο το τραπέζι. Η Κιράνα δεν άγγιξε ούτε φτερούγα που λένε. Μόλις τέλειωσαν τους ρώτησε αν ήθελαν να κοιμηθούν ή αν ήθελαν να χαζέψουν λίγο το σπίτι. Και αυτό αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν ήθελαν τίποτε άλλο από φαγητό. Τα παιδιά αποφάσισαν ότι ήθελαν να λύσουν τις απορίες τους και η Κιράνα προσφέρθηκε να τα βοηθήσει.
- Τι θέλετε να σας πω; Τι είναι αυτό που δεν ξέρετε; Γιατί αν κάτι το ξέρετε δεν χρειάζεται να με ρωτάτε για αυτό.
- Καταρχήν που είμαστε. Σε ποια χώρα βρισκόμαστε, αυτό θέλουμε να μάθουμε.
- Για ποια χώρα ξεκινήσατε στην αρχή του ταξιδιού σας; τους ρώτησε.
- Για τη χώρα του αλλού, απάντησε η Κίρα.
- Τότε σε αυτή τη χώρα βρίσκεστε. Τι σας φαίνεται περίεργο σε αυτή την ιστορία;
- Μα κανείς δεν ξέρει το όνομα αυτής της χώρας. Κανείς από όσους ρωτήσαμε δεν γνωρίζει πως τη λένε αυτή τη χώρα, βιάστηκε να απαντήσει ο Λίνος.
- Και στην αρχή για καράβι ξεκινήσατε και μια γυναίκα βρήκατε που τη λένε Κιράνα. Άλλα σας έλεγαν και άλλα βρήκατε. Τι σημαίνει αυτό; Βρήκατε αυτό που ψάχνατε, ήταν τελείως διαφορετικό από ότι σας έλεγαν, επομένως βρίσκεστε στη χώρα του αλλού. Βρίσκεστε στη χώρα του αλλού από αυτό που νομίζατε ότι θα βρείτε, αλλά ξέρετε τι θα βρείτε σε αυτή τη χώρα;
- Γιατί μας είπαν ότι η Κιράνα είναι καράβι; ρώτησε ο Ανος.
- Αυτό δεν σας το είπε κανείς. Για την ακρίβεια, αυτό το είπε ο κάθε κανείς και στη χώρα αυτή κανείς είναι εκείνος που δεν γνωρίζει τι λέει. Εσείς το υποθέσατε από ότι ακούγατε για την Κιράνα από τον κανένα. Κάποιος, τελείως τυχαία πέταξε τη θεωρία για το καράβι, φρόντισε να τη στολίσει κιόλας με φανφάρες και όλοι τη δέχθηκαν. Ποιος σας είπε ότι η Κιράνα είναι καράβι και ότι την έχει δει; Υπάρχει κάποιος τέτοιος;
Όλοι σκέφθηκαν ότι κανένας δεν τους είχε πει, με σιγουριά, ότι η Κιράνα είναι καράβι. Σε αυτό είχε δίκιο. Ήταν δική τους υπόθεση, ήταν δική τους φαντασίωση που τη δανείσθηκαν από τους άλλους.
- Και τώρα που σας γνωρίσαμε κυρία Κιράνα και που δεν είστε ένα όμορφο καράβι τι θα κάνουμε εδώ στη χώρα του αλλού; Εμείς θέλαμε να πάρουμε την Κιράνα καράβι και να γυρίσουμε πίσω με αυτή. Τι θα κάνουμε τώρα; Και εσάς να πάρουμε δεν έγινε και τίποτε ιδιαίτερο γιατί στη χώρα μας υπάρχουν πολλές γυναίκες. Αυτό σίγουρα δεν θα είναι επιτυχία. Όλα μας τα σχέδια ανατράπηκαν, είπε ο Λίνος.
Η Κιράνα τους κοίταξε χαμογελώντας.
- Αυτή πραγματικά είναι μια δύσκολη και ουσιαστική ερώτηση την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να σας την απαντήσω εγώ. Αυτή την ερώτηση θα πρέπει να την απαντήσετε μόνοι σας.
Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και η ίδια σκέψη περνούσε από το μυαλό όλων αλλά ο Κοράν ανέλαβε την ευθύνη να ρωτήσει.
- Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω;
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Αν βρείτε το δρόμο, ναι.
Ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι, χτύπησε τα χέρια της και δύο ίσιες όμορφες γυναίκες εμφανίσθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν το τραπέζι. Χαμογελώντας τους είπε.
- Πηγαίνω στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ. Θα τα πούμε όταν ξυπνήσω. Μέχρι τότε μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε. Εδώ δεν υπάρχουν περιορισμοί, εδώ δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος. Εξάλλου βρίσκετε στη χώρα του αλλού. Μην το ξεχνάτε αυτό.
Και αμέσως αποσύρθηκε. Τα παιδιά έμειναν να κοιτάζουν το ένα το άλλο χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα. Από μια άποψη, το στόχο τους τον είχαν πετύχει. Η Κιράνα υπήρχε, αλλά δεν ήταν ένα όμορφο καράβι όπως πίστευαν στην αρχή, παρά μια όμορφη γυναίκα σε μια παράξενη χώρα, κάπου αλλού. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω με κάτι που δεν υπήρχε και αυτό ήταν μια πραγματικότητα. Ο Κοράν ρώτησε τους άλλους.
- Είναι κανείς που δεν θέλει να γυρίσει πίσω;
- Έχουμε τους γονείς μας, τα ποδήλατά μας, τους φίλους μας, τη σπηλιά μας, ότι έχουμε και δεν έχουμε είναι εκεί. Τα αφήσαμε όλα αυτά για να βρούμε το καράβι μας, για να μπορέσουμε να δείξουμε σε όλους ότι η Σινίτρα είναι ικανή να κάνει ένα άπιαστο όνειρο πραγματικότητα. Τώρα τι θα κάνουμε εδώ; Και ποιος θα μας πιστέψει αν πούμε ότι η Κιράνα είναι μια όμορφη γυναίκα και δεν είναι καράβι; Όλοι θα συνεχίσουν να πιστεύουν ότι η Κιράνα είναι καράβι και ότι εμείς τους λέμε ψέματα. Η Σινίτρα θα χάσει την αξιοπιστία της. Έτσι αν γυρίσουμε δεν θα πρέπει να πούμε σε κανένα τίποτε και αυτό το μυστικό να το κρατήσουμε ανάμεσά μας, μόνο για εμάς. Θα είναι το μικρό μυστικό της Σινίτρα.
Αυτή ήταν η θέση της Μάλι και δεν απείχε και πολύ από τη θέση των άλλων παιδιών. Ο Κοράν ήταν σκεφτικός και κοίταζε την υπέροχη θέα της θάλασσας από το παράθυρο του σπιτιού. Δεν μιλούσε και άκουγε τους άλλους να λένε τα ίδια πράγματα που είχε και αυτός στο μυαλό του. Μόνο που δεν είχε μόνο αυτά. Για να γυρίσουν πίσω θα έπρεπε να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Και για το δρόμο αυτό δεν τους είχε μιλήσει απολύτως κανένας. Πως θα γινόταν αυτό; Ο γέρος τους είχε πει ότι, η Σινίτρα θα τους πήγαινε στη χώρα του αλλού. Κανείς όμως δεν τους είχε πει πως θα έφευγαν από τη χώρα του αλλού. Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί, αλλά και να το είχαν σκεφτεί και να μην τους έδειχνε κανείς το δρόμο πάλι την ίδια απόφαση θα είχαν πάρει. Εξάλλου η Κιράνα το είπε πριν. Αν βρουν το δρόμο της επιστροφής θα μπορούσαν να γυρίσουν. Αποφάσισε να τους πει τις σκέψεις του.
- Υπάρχει ξέρετε ένα μικρό πρόβλημα. Δεν ξέρουμε πως θα γυρίσουμε από τη χώρα του αλλού. Δεν ξέρουμε το δρόμο για να φύγουμε από εδώ. Αλήθεια, Κίρα τι σου είπε ο γέρος σχετικά με το δρόμο της επιστροφής;
Η Κίρα έξυσε το κεφάλι της.
- Νομίζω ότι μου είπε πως κανείς δεν γυρίζει από τη χώρα του αλλού.
- Πως μπορεί να το ήξερε αυτό αφού κανείς δεν έχει έρθει ποτέ σε αυτή εδώ τη χώρα; Δεν μπορούσε ο γέρος να το ξέρει αυτό, είπε ο Ανος.
- Εγώ σκέφτομαι το ξύλο της αρκούδας που θα πέσει και εσείς λέγετε ότι θέλετε. Αυτή η δήλωση του Λίνου χαλάρωσε λίγο τα πράγματα. Τα παιδιά γέλασαν με την προσέγγιση του φίλου τους. Και εκείνο το σπίτι, τι περίεργο σπίτι.
- Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τώρα. Πάμε λίγο να παίξουμε; Να δούμε το σπίτι; Η Κιράνα είπε ότι μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Εδώ δεν υπάρχουν περιορισμοί.
Συμφώνησαν όλοι με την Κίρα και ξαμολύθηκαν για περιπέτεια. Το σπίτι ήταν μεγάλο. Είχε πολλούς περίεργους χώρους και περίεργα πράγματα αλλά το ποιο ωραίο από όλα ήταν ένα δωμάτιο με καθρέπτες που υπήρχε στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέπτες που όποιος έμπαινε μέσα έβλεπε παντού το είδωλό του. Ο χώρος γέμιζε από το είδωλό του. Όταν ανακάλυψαν αυτό το δωμάτιο ξετρελάθηκαν. Κοιτούσαν πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, παντού υπήρχαν, παντού έβλεπαν ότι έκαναν. Γκριμάτσες, χειρονομίες, πηδούσαν, χόρευαν και γελούσαν με την ψυχή τους σε αυτό το δωμάτιο. Σε κάποια στιγμή και χωρίς να το καταλάβουν οι καθρέπτες εξαφανίσθηκαν και στη θέση τους εμφανίσθηκαν λευκές πόρτες, μόνο λευκές πόρτες που κάθε μια είχε και μια επιγραφή επάνω της. Πλησίασαν σε μια από αυτές και διάβασαν. «Παιδική χαρά», μετά σε μια άλλη «τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου» και μετά τις γύρισαν όλες και διάβαζαν «οι καλύτερες σπηλιές, τα ομορφότερα παιγνίδια, τα ποιο αστεία παραμύθια, το καλύτερο παγωτό, ο μεγαλύτερος παιδότοπος» και πολλά άλλα. Όλη η παιδική φαντασία ήταν πίσω από αυτές τις πόρτες.
Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ανοίξουν μια πόρτα που έλεγε για τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου. Μπήκαν μέσα και βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν πέντε λευκά ποδήλατα που όμοιά τους δεν είχαν δει πουθενά. Είχαν μόνο μία ρόδα, ένα τιμόνι, μια σέλα, ταχύτητες και πετάλι. Ήταν παράξενα, αλλά ήταν εκεί.
- Που είναι τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου; ρώτησε η Μάλι.
- Ξέρει κανείς να κάνει ποδήλατο με μία ρόδα; συμπλήρωσε η Κίρα.
Ο Κοράν πλησίασε τα ποδήλατα και άρχισε να τα χαζεύει από κοντά. Έπειτα διάλεξε ένα και προσπάθησε να το καβαλήσει. Μάταια, όμως, έπεσε και όλοι γέλασαν. Πεισματάρης όπως ήταν, προσπάθησε ξανά και ξανά, αλλά συνέχεια έπεφτε και στο τέλος απογοητεύθηκε και το άφησε στη θέση του. Τα παιδιά γύρισαν για να φύγουν από το δωμάτιο, απογοητευμένα και ξαφνικά εκεί που την πόρτα την είχαν αφήσει ανοιχτή, χωρίς να το καταλάβουν, έκλεισε και τους κλείδωσε μέσα. Πίσω από την πόρτα, που μπαίνοντας δεν το είχαν προσέξει, υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε «Οδηγίες για τη χρήση των ποδηλάτων. Διαλέγετε ένα ποδήλατο και όταν ανεβείτε στη σέλα του, προσπαθήστε τα πόδια σας να πατάνε στο έδαφος διαφορετικά θα πέσετε. Μόλις έχετε σταθεροποιηθεί, πιάστε γερά το τιμόνι και δώστε την εντολή <σούπερ αρούσιους>. Το ποδήλατο θα κάνει τη δουλειά του και φροντίστε να κρατάτε πάντοτε γερά το τιμόνι.»
Διάβασαν τις οδηγίες μέχρι εκεί και διάλεξαν από ένα ποδήλατο ο καθένας. Ανέβηκαν, σταθεροποιήθηκαν και με το τρία του Κοράν όλοι έδωσαν την εντολή «σούπερ αρούσιους». Και τότε συνέβη το μαγικό. Τα ποδήλατα, αμέσως, σηκώθηκαν στον αέρα και άρχισαν να κάνουν μικρούς κύκλους μέσα στο δωμάτιο. Ύστερα η οροφή του δωματίου άνοιξε και τα ποδήλατα με τους αναβάτες τους ξεχύθηκαν στον ουρανό και άρχισαν να κάνουν τρελές βόλτες. Τέτοιες βόλτες που κανένα παιδί και κανείς άνθρωπος στη γη δεν έχει δει ποτέ του. Άρχισαν να κυνηγάν ο ένας τον άλλον, να παίζουν και να προσπαθούν να σπρώξουν ο ένας τον άλλο αλλά κανείς δεν έπεφτε από αυτά τα ποδήλατα.
Γύρισαν όλη τη χώρα του αλλού, είδαν τα πάντα από ψηλά, τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα φυτά, το σπίτι της Κιράνα, έφτασαν στο καράβι τους τη σινίτρα που ήταν αγκυροβολημένη στον καταπράσινο κόλπο και είδαν και άλλα και άλλα και άλλα και τα δέντρα και τα φυτά και οι άνθρωποι τους χαιρετούσαν καθώς περνούσαν από πάνω τους. Οι ίσιοι με τα χέρια τους και οι ανάποδοι με τα πόδια τους. Ακόμα και η σινίτρα τους χαιρέτησε μόλις τους είδε, κουνώντας τα πανιά της και αυτή η βόλτα κράτησε τόσο, όσο δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Και όταν άλλαζαν ταχύτητα στα ποδήλατα, αυτά πήγαιναν ποιο γρήγορα ή ποιο αργά και με το τιμόνι τα κατεύθυναν εκεί που ήθελαν και σιγά, σιγά έμαθαν να τα πιλοτάρουν και τελικά είδαν ότι πράγματι στη χώρα του αλλού είχαν τα καλύτερα ποδήλατα του κόσμου. Μετά προσπάθησαν να γυρίσουν πίσω, αλλά από τη βιασύνη τους είχαν ξεχάσει να διαβάσουν όλες τις οδηγίες για το πως θα μπορούσαν να τα προσγειώσουν στο έδαφος. Έδιναν διάφορες λέξεις αλλά τα ποδήλατα συνέχιζαν να πετάνε. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου είδαν την Κιράνα σε ένα ποδήλατο να τους πλησιάζει και να φωνάζει.
- Αν θέλετε να κατέβετε, θα πρέπει να δώσετε την εντολή «σούπερ σούπερ αρούσιους.»
Πράγματι έτσι έκαναν και ξαναγύρισαν στο δωμάτιο με τις πόρτες και μπήκαν σε μια άλλη λευκή πόρτα που έλεγε για το καλύτερο παγωτό του κόσμου όπου είδαν τεράστια καζάνια με τα ωραιότερα παγωτά που υπήρχαν και μπορούσαν να φάνε όποιο ήθελαν και όσο ήθελαν χωρίς να τους παρατηρήσει κανείς και χωρίς να πληρώσουν ούτε δραχμή για όλα αυτά και μετά στην άλλη πόρτα στην παιχνιδούπολη όπου βρήκαν ότι παιγνίδι μπορούσαν να φανταστούν και στο τέλος αφού δεν είχαν γνωρίσει παρά ελάχιστες πόρτες, μόνο, εξουθενωμένα γύρισαν για το βραδινό τους με την Κιράνα. Εκεί, όλοι ήταν χαρούμενοι, όλοι ήταν αυτό που λέμε, αλλού.
Η Κιράνα κατέβηκε και πάλι από το δωμάτιό της, ντυμένη όπως πάντα στα λευκά και κάθισε μαζί τους. Την κοιτούσαν και όλοι ήθελαν να τη ρωτήσουν το ίδιο πράγμα, αλλά κανείς δεν τολμούσε. Ο Κοράν και πάλι ανέλαβε την ευθύνη.
- Αν δεν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ;
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Στη χώρα του αλλού κάθεται όποιος θέλει και για όσο καιρό θέλει. Αν αποφασίσει να φύγει, τότε θα πρέπει να βρει το δρόμο μόνος του. Αλλά από τη χώρα του αλλού, δεν φεύγει κανείς. Αλλά αυτό γιατί σας το λέω; Το γνωρίζετε ήδη, σας το έχω πει αρκετές φορές.
- Και εδώ μπορούμε να παίζουμε με ότι υπάρχει όπως παίξαμε σήμερα;
- Φυσικά καλέ μου Λίνε, εδώ είναι η χώρα του αλλού. Αν δεν παίξετε εδώ που αλλού θα παίξετε με την ψυχή σας; Εξάλλου περάσατε τόσα και τόσα για να φτάσετε σε αυτή εδώ τη χώρα.
- Και υπάρχουν και άλλα παιγνίδια Κιράνα; ρώτησε η Μάλι.
Η Κιράνα χαμογέλασε.
- Η χώρα του αλλού είναι η ίδια ένα παιγνίδι. Δεν προλαβαίνεις να τη γνωρίσεις σε μια μόνο ζωή. Και στη χώρα αυτή κανείς δεν μεγαλώνει. Μένουν όλοι όπως είναι. Παιδιά ήρθατε και παιδιά θα μείνετε για πάντα σε αυτή τη χώρα.
Τα παιδιά κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Κοίταξαν την όμορφη γυναίκα που καθόταν δίπλα τους και χαμογελούσε. Αισθάνθηκαν κάτι που δεν το είχαν ξανανιώσει, μια ζεστασιά, μια αγάπη, μια κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι παιδί. Είχαν βρει τον παράδεισό τους, αλλά η μνήμη τους γύρισε πίσω, στους γονείς και την άλλη τους ζωή. Δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν από αυτή από αυτή τη θύμηση.
- Μακάρι να είχαμε γεννηθεί στη χώρα του αλλού, σκέφτηκαν όλα. «Μακάρι να είμασταν ένας μικρός αλλού, ο καθένας από εμάς.»
Η Κιράνα διάβασε τις σκέψεις τους.
- Μη βασανίζετε τον εαυτό σας. Αν πραγματικά θέλετε να γυρίσετε πίσω, θα γυρίσετε. Αυτό θα γίνει, όμως, μόνο αν πραγματικά το θέλετε. Τότε θα βρεθεί και ο τρόπος και ο δρόμος για να γυρίσετε πίσω. Εκείνο που έχετε να ρωτήσετε τον εαυτό σας είναι, αν πραγματικά θέλετε να γυρίσετε πίσω. Και αν αυτό θέλετε, αυτό θα γίνει.»
Αυτά τους είπε και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, αφού πρώτα τα καληνύχτισε. Θα ρωτήσετε τον εαυτό σας τους είχε πει. Όχι ο ένας τον άλλον, αλλά τον εαυτό σας. Και αν άλλος αποφάσιζε έτσι και άλλος αποφάσιζε διαφορετικά; Δεν ήθελαν να χωρίσουν και αυτό ήταν κάτι που τους έκαιγε ακόμα περισσότερο. Μαζί ήρθαν και αν ήταν να φύγουν, μαζί θα έπρεπε να φύγουν. Αλλά σε αυτή την ερώτηση ο καθένας ήταν για τον εαυτό του, μόνος του μέσα στο βαθύ του θέλω. Δεν είχε νόημα να συζητήσουν για το τι θα έπρεπε να κάνουν. Στη χώρα του αλλού ίσχυε μόνο το θέλω του καθενός. Αυτό το είχαν καταλάβει πάρα πολύ καλά.
- Εγώ θα μείνω, είπε ο Λίνος. «Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω και να τρώω ξύλο για μια βδομάδα. Ούτε οι αρκούδες δεν αντέχουν τόσο ξύλο που θα φάω αν γυρίσω πίσω.»
Τα παιδιά λύθηκαν στο γέλιο αυτή τη φορά.
- Εσύ έχεις και ένα περισσότερο λόγο να θέλεις να μείνεις και τελικά από ότι φαίνεται, ενώ ήσουν ο άτυχος στην αρχή του ταξιδιού, τελικά, στο τέλος του είσαι ο ποιο τυχερός, του απάντησε γελώντας ο Ανος.
Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια και το ήξεραν, γιατί όλοι τους ήταν τυχεροί και άτυχοι μαζί. Ο καθένας τους μπορούσε να βρει μια δικαιολογία για να μείνει ή για να φύγει, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Το θέλω τους, το βαθύ τους θέλω είχε μόνο σημασία. Με τα πολλά αποσύρθηκαν για ύπνο. Δεν χρειαζόταν να διαλέξουν κρεβάτια, εκεί μπορούσαν να κοιμηθούν όπου και όπως ήθελαν. Εκεί κοιμόντουσαν αλλού!!! Την επόμενη μέρα το πρωί ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί στο τραπέζι τους για πρωινό. Σε λίγο κατέβηκε και η Κιράνα.
- Τελικά τι έγινε, αποφασίσατε αν θα παίξετε σήμερα ή αν θέλετε να γυρίσετε πίσω;
Τα παιδιά κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και ο ένας προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αποφασίσει ο άλλος. Η Κίρα ξεκίνησε πρώτη.
- Η χώρα του αλλού είναι πολύ όμορφη, είναι τέλεια, είναι κάτι το απίστευτο. Αλλά εγώ θα γυρίσω πίσω και θα πω σε όλους για αυτή τη χώρα και τι έμαθα για να φτάσω εδώ και πως έφτασα και δεν με ενδιαφέρει πλέον αν θα με πιστέψουν ή όχι, γιατί αυτή τη χώρα εγώ την είδα. Και θα πω και για σένα Κιράνα, ότι είσαι η ποιο όμορφη και καλή γυναίκα που υπάρχει και μακάρι όλες οι γυναίκες του κόσμου να ήταν σαν κι εσένα όμορφες, γαλήνιες και χαμογελαστές. Αυτή είναι η δική μου απόφαση και την πήρα σήμερα το πρωί που σηκώθηκα.
- Και η δική μου ίδια είναι, είπε η Μάλι και τελικά όλοι είχαν πάρει την ίδια απόφαση. Να γυρίσουν πίσω και να πουν σε όλους για την περιπέτειά τους και να ξεκαθαρίσουν τελικά τα πράγματα σχετικά με την Κιράνα και τη χώρα του αλλού.
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Αν αυτή σας η απόφαση πηγάζει από την πραγματική σας βούληση, τότε θα είσαστε για πάντα στη χώρα του αλλού και αυτή η χώρα θα είναι πάντα μαζί σας. Και αυτό σημαίνει ότι, εδώ σε αυτή τη χώρα, βρήκατε αυτό που οι άλλοι δεν γνωρίζουν. Το θέλω σας και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να το δεχθώ. Και με αυτή την έννοια, κανείς δεν φεύγει ποτέ από τη χώρα του αλλού. Το δρόμο όμως τον γνωρίζετε για να γυρίσετε πίσω;
- Θα τον βρούμε όπως βρήκαμε και το δρόμο για να έρθουμε, απάντησε ο Κοράν.
Μαζί του συμφώνησαν όλοι.
- Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να σας ευχηθώ καλό ταξίδι. Αν και νομίζω ότι το μόνο μέσο που έχετε για να φύγετε από εδώ, είναι ένα όμορφο καράβι που σας περιμένει κάτω στην ακτή. Αλήθεια πως λέγετε το καράβι σας;
- Σινίτρα, απάντησαν όλοι μαζί.
- Ωραίο όνομα. Εσείς του το δώσατε;
- Ναι, ήταν το καράβι των ψυχών, βιάστηκε να απαντήσει ο Λίνος.
- Αυτό το ξέρω, αλλά εκείνο που δεν ξέρετε εσείς είναι ότι, στη χώρα του αλλού τα πράγματα παίρνουν το όνομά τους μόνα τους. Μόνα τους διαλέγουν τι όνομα θα πάρουν και μην παραξενευθείτε αν γυρίσετε πίσω και το καράβι σας έχει ήδη βαπτισθεί. Καλό ταξίδι και να μην ξεχάσετε ποτέ τη χώρα του αλλού.
Αυτά τους είπε και αποσύρθηκε χαμογελώντας στο δωμάτιό της. Τα παιδιά πήραν το δρόμο για την ακτή. Χαιρέτησαν όλους τους αλλού, όλους τους ανάποδους, χάιδεψαν τις ρίζες, τα λουλούδια, χοροπήδησαν στο ελαστικό έδαφος αλλά μια θλίψη ήταν μέσα στην ψυχή τους που θα άφηναν αυτή την όμορφη χώρα. Έτσι είχαν επιλέξει όμως. Έτσι είχαν αποφασίσει. Και είχαν μάθει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική επιλογή αν δεν είσαι διατεθειμένος να δεχθείς τις συνέπειες της επιλογής σου. Και η θλίψη που είχαν εκείνη τη στιγμή ήταν μια συνέπεια της επιλογής που έκανε ο καθένας για τον εαυτό του. Φτάνοντας στην ακτή τους περίμενε το καράβι τους. Όσο πλησίαζαν, το καράβι άρχισε να κουνάει τα πανιά του, οι άγκυρες άρχισαν να ανεβαίνουν μόνες τους και εκεί που ήταν σκούρο άρχισε να αλλάζει χρώμα και να γίνεται λευκό, και να γίνονται τα κατάρτια του χρυσά και να χρυσίζουν και τα πανιά του και τελικά μεταλλάχθηκε σε ένα πανέμορφο καράβι που ήταν έτοιμο να τα γυρίσει πίσω, τόσο όμορφο που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους. Και μόλις πλησίασαν κοντά του, το καράβι άρχισε να γυρίζει για να βάλει πλώρη για τη θάλασσα. Και μόλις γύρισε την άλλη του πλευρά, στο πλάι με μεγάλα γράμματα το καράβι είχε πάρει το όνομά του.
Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στην πλώρη του καραβιού, στο πλάι, με μεγάλα γράμματα ήταν γραμμένη μόνο μια λέξη.


Κ Ι Ρ Α Ν Α.
ΚΡΗΣΜΑ



Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

ΚΙΡΑΝΑ- Η χώρα του αλλού- 16ο μέρος - Η χώρα του αλλού

16ο μέρος
                                                   



                                                              Η χώρα του αλλού
     
Η Σινίτρα ήταν μέρος της θάλασσας. Δεν έπλεε στη θάλασσα, ήταν μέρος της. Ήταν δικό της κομμάτι. Δεν μπορεί να υπάρξει θάλασσα χωρίς της σινίτρα της. Τα πανιά ακολουθούσαν τον αέρα και η τιμονιέρα εναρμονιζόταν με τα πανιά και την κίνησή τους. Η ψυχή αυτού του πλοίου ήταν ο χρόνος. Η ήλη αυτού του πλοίου ήταν ο χρόνος. Ο πραγματικός χρόνος που πέντε παιδιά είχαν κατορθώσει να κερδίσουν λόγω της πίστης τους στη φαντασία τους ότι, κάπου, σε μια χώρα του αλλού, υπάρχει ένα όμορφο καράβι που το έλεγαν Κιράνα και ότι το δρόμο για το καράβι αυτό έπρεπε να τον βρουν και να τον δείξουν σε κάθε παιδί του κόσμου.

Η χώρα του αλλού, τους ήταν άγνωστη. Ο γέρος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για αυτή. Κανείς δεν είχε πάει ποτέ στη χώρα του αλλού, αλλά μήπως κανείς είχε δει ποτέ το Ηλ ή τη χώρα του Σεμπίν; Ή μήπως κανείς είχε αντιμετωπίσει τον καπετάνιο Σόζερ; Αν ήταν έτσι, ο Σόζερ δεν θα υπήρχε. Τα παιδιά δεν χρειαζόταν να κάνουν απολύτως τίποτα. Ήδη είχαν κάνει πάρα πολλά. Έπαιζαν χαρούμενα στο καράβι, χαιρόντουσαν με κάθε τι που υπήρχε σε αυτό. Όλα κινιόντουσαν μόνα τους, όλα είχαν το δικό τους χρόνο και τη δική τους κίνηση. Τα παιδιά, απλά, βρισκόντουσαν σε αυτό το χρόνο και απολάμβαναν τις “ζαβολιές” του.
Ο αέρας έδειχνε την κίνησή του, την έδειχνε στα πανιά. Η θάλασσα το ίδιο. Είχε τους δικούς της κυματισμούς, ο ουρανός ήταν γαλανός και το βράδυ χιλιάδες αστέρια τον στόλιζαν. Αλλά όλα αυτά πρέπει να έχεις το χρόνο για να τα δεις. Γιατί χωρίς το χρόνο τους, δεν υπάρχουν. Ο χρόνος είναι παντού. Το θέμα είναι αν εμείς μπορούμε να είμαστε μαζί του!!! Και αυτά ήταν μόνο όσα μπορούσαν να δουν εκείνη τη στιγμή, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν και άλλα που δεν τα έπιανε το παιδικό τους μάτι, ακόμα.
- Ακόμα πιστεύεις ότι θα φας ξύλο από τον πατέρα σου Λίνο; τον ρώτησε χαμογελώντας ο Κοράν.
- Αυτό δεν με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Είναι το τελευταίο πράγμα που σκέπτομαι και για την ακρίβεια δεν το σκέπτομαι καθόλου. Εκείνο που θέλω να δω, γρήγορα, είναι η χώρα του αλλού. Θα πρέπει να είναι πολύ όμορφη χώρα.
- Αλήθεια, πως θα την καταλάβουμε Κίρα; ρώτησε ο Ανος.
- Ότι ξέρετε, ξέρω. Η ιστορία του γέρου τελειώνει εδώ. Σας το είπα, δεν μου είπε τίποτε παραπάνω. Ο γέρος μας έφερε μέχρι εδώ, από δω και πέρα είναι δική μας δουλειά να βρούμε την Κιράνα. Απλά είπε ότι η σινίτρα θα μας πάει κατευθείαν στη χώρα του αλλού. Τίποτε άλλο.
Τα παιδιά χαμογέλασαν. Ήταν σίγουροι ότι αργά ή γρήγορα θα καταλάβαιναν ποια θα ήταν η χώρα του αλλού. Το ταξίδι ήταν μαγευτικό. Δελφίνια συνόδευαν το καράβι, φάλαινες έβγαζαν το νερό τους και φρόντιζαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ακόμα και γοργόνες έβγαιναν από τα βάθη της θάλασσας και τους χαιρετούσαν. Αλλά πουθενά στεριά. Δεν γνώριζαν μέρες, ώρες, βδομάδες, ο χρόνος που ήξεραν δεν είχε καμία απολύτως σημασία, τους ήταν άχρηστος. Γνώριζαν μόνο την κάθε στιγμή πάνω σε αυτό το καράβι. Αλλά όσο και αν βιαζόντουσαν να φτάσουν στη χώρα του αλλού, στεριά πουθενά.
- Θα πρέπει να είναι πολύ μακριά αυτή η χώρα… άρχισαν να αναρωτιούνται.
- Τι είναι το μακριά και το κοντά; ρώτησε ο Κοράν. «Πόσο μακριά και πόσο κοντά είμαστε εδώ και από πού; Δεν υπάρχει μακριά και κοντά, υπάρχει μόνο το ταξίδι. Τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Δεν μπορώ να σας πω πόσο μακριά και πόσο κοντά από τη χώρα του αλλού είμαστε, ακόμα και να γνώριζα που είναι η χώρα αυτή. Μπορεί κανείς να πει με σιγουριά πόσο κοντά ή πόσο μακριά είμαστε από κάπου αλλού;
Κανείς τους δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν, απλά, να φτάσουν στον προορισμό τους. Σε αυτό το απίστευτο ταξίδι με τη Σινίτρα έμαθαν πολλά πράγματα. Και τα έμαθαν με το δικό τους τρόπο. Έμαθαν ότι τα τιμόνια από τα καράβια μπορούν να κατευθύνουν μόνα τους το πλοίο γιατί γνωρίζουν καλύτερα πως να κινηθούν, οι πυξίδες δείχνουν καλύτερα, μόνες τους, τη σωστή κατεύθυνση γιατί γνωρίζουν που να οδηγήσουν το καράβι, τα πανιά κάνουν καλύτερη δουλειά μόνα τους γιατί μπορούν ελεύθερα να ρουφάν τον αέρα, άλλωστε για να ρουφάν τον αέρα έχουν σχεδιαστεί, τα σχοινιά δένουν καλύτερα τα πανιά, μόνα τους, γιατί δεν τα σκίζουν, δεν τα τραυματίζουν αλλά χρησιμοποιούν μόνο όση δύναμη χρειάζεται, το κατάστρωμα καθαρίζει καλύτερα, μόνο του, γιατί χαίρεται να βγάζει μόνο ότι περιττό υπάρχει σε αυτό χωρίς να χρειάζεται να γρατζουνιέται κάθε φορά που κάποιο χέρι αγριεύεται πάνω του, και κάθε τι πάνω στο καράβι έχει τη δική του ζωή, τη δική του κίνηση, το δικό του χρόνο. Κάθε εξωτερική παρεμβολή θα χαλάσει την αρμονία της κίνησής του και τότε οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά. Έμαθαν ότι η θάλασσα έχει τη δική της ζωή, το δικό της βασίλειο και ότι μπορείς, μόνο, να παρατηρείς αυτό το βασίλειο και να χαίρεσαι την ομορφιά του και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνεις στους νόμους του και να τους αλλάζεις. Έμαθαν ότι υπάρχουν γοργόνες και ότι οι μεγάλοι τους έλεγαν ψέματα όταν προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι οι γοργόνες ήταν κάτι που αποτελούσε παιδική φαντασία. Έμαθαν ότι τα δελφίνια μιλάνε και τους αρέσει να παίζουν με τα παιδιά, έμαθαν ότι ο αέρας φαίνεται και δεν είναι άχρωμος, είναι λευκόχρυσος αστραφτερός και πάλλεται μέσα από τις εκατομμύρια μπαλίτσες που έχει και αποτελούν την ήλη του και έμαθαν το πραγματικό του όνομα. Τους το είπε ο ίδιος ο αέρας όταν μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί του. Λέγεται αιθέρας. Έμαθαν ότι υπάρχει το αστρικό φως γιατί το είδαν, το χάιδεψαν, έμαθαν ότι τα αστέρια είναι εκατομμύρια, αμέτρητα και κινούνται και συνοδεύουν κάθε ταξιδευτή στο ταξίδι του, αρκεί να τα αφήσει να του δείξουν το δρόμο. Και πάνω από όλα έμαθαν ότι το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν σε αυτή την υπέροχη θεϊκή αρμονία ήταν η αποχή τους από την τελειότητα του βασιλείου αυτού. Μια αποχή που εκφραζόταν μόνο με τη χαρά που έπαιρναν όταν χαίρονταν με όλο αυτό το παιγνίδι και αποτελούσαν μέρος του, χωρίς να προσπαθούν να αλλοιώνουν την ήλη και την κίνηση κάθε μοναδικότητας που αποτελούσε μέρος της ροής του χρόνου. Και πάνω από όλα έμαθαν ότι ο χρόνος δεν βρίσκεται ούτε στις μέρες, ούτε στις ώρες, ούτε στα χρόνια και τις εβδομάδες, αλλά μόνο στην κάθε στιγμή χαράς που έπαιρναν μαθαίνοντας όλα τα αυτά τα όμορφα πράγματα.
Και αυτή η γνώση δεν τους διδάχθηκε από κανένα δάσκαλο, δεν τους δόθηκε από κανένα γονιό, αλλά ούτε και τους επιβλήθηκε. Επέλεξαν αυτό το ταξίδι, επέλεξαν τη γνώση του ταξιδιού. Πόσο κοντά είναι στην αρμονία της αλήθειας η παιδική φαντασία; Μήπως όσο δεν μπορεί κανένας μεγάλος να κατανοήσει, απλά και μόνο γιατί έχει χάσει το παιδί που είναι μέσα του; Και αυτό το έμαθαν, τους το είπε ο Σόζερ. Κάθε ψυχή που έρχεται εδώ αντικαθίσταται με μια άλλη. Και κάθε άλλη ψυχή πάλι εδώ θα γυρίζει, στην αδράνεια, στην ακινησία, στο θάνατο. Αυτή η γνώση δεν είχε καταπίεση, ούτε ξύλο, ούτε υποχρεώσεις, ούτε στερήσεις, ούτε τίποτα από όλα όσα είχε η άλλη γνώση που είχαν μέχρι τότε. Και σε αυτό το ταξίδι δεν χρειάστηκαν ούτε μια δραχμή.
Αυτή η γνώση τους δόθηκε από ένα καράβι, τη Σινίτρα, το πιο όμορφο καράβι που είχαν γνωρίσει μέχρι τότε και που θα τους οδηγούσε, μόνο του, σε ένα άλλο καράβι, την Κιράνα, για το οποίο είχαν ακούσει πολλά, αλλά ακόμα δεν την είχαν δει. Ήξεραν, όμως, ότι θα βρουν την Κιράνα τους. Ο χρόνος που ήταν παντού αυτό το μήνυμα τους έφερνε. Απλά, είχαν μάθει να μιλάνε με το χρόνο, μια γνώση που δεν θα την έβρισκαν πουθενά αλλού, παρά μόνο στο ταξίδι για τη χώρα του αλλού!!!
Η χώρα του αλλού ήταν τόσο μακριά και τόσο κοντά όσο χρειαζόταν για να αποκτήσουν τη γνώση προκειμένου να την αναγνωρίσουν. Και αυτό το κατάλαβαν όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά τη χώρα του αλλού. Με όσα είχαν μάθει από το ταξίδι τους με τη σινίτρα δεν ήταν και τόσο δύσκολο να καταλάβουν αμέσως ποια ήταν η χώρα του αλλού. Η Σινίτρα, ένα όμορφο πρωινό, σταμάτησε να πλέει και έριξε άγκυρα έξω από ένα γαλαζοπράσινο κολπίσκο που έσβηνε μια πανέμορφη χρυσή παραλία. Εκεί, πέρα από την χρυσή άμμο, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, ούτε πουλιά, ούτε κάτι που να θυμίζει τη ζωή στη γη, όπως τη γνώριζαν μέχρι τότε. Δεν υπήρχαν γονείς, δεν υπήρχαν θείοι, ξαδέλφια, φίλοι, καθηγητές, δάσκαλοι και όλα αυτά. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και μηχανές, αλλά ούτε και δρόμοι υπήρχαν. Εκεί βασίλευε η αρμονία και είχε το πρόσωπο της ομορφιάς, μια απόλυτη αρμονική ομορφιά και πέρα από αυτό δεν θα μπορούσε η χώρα του αλλού να ήταν κάτι το διαφορετικό. Το κατάλαβαν αμέσως και μόλις η σινίτρα έπιασε αγκυροβόλι βούτηξαν κατευθείαν στα γαλαζοπράσινα νερά και κατευθύνθηκαν προς την ολόχρυση αμμουδένια ακτή. Εκεί, σε αυτή τη χώρα, ήταν κρυμμένη η Κιράνα τους. Εκεί θα την έβρισκαν, εκεί θα παιζόταν η τελευταία πράξη αυτού του απίστευτου ταξιδιού τους.
Ο Κοράν βγήκε πρώτος στην παραλία και άρχισε να παίζει με την άμμο. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι και πολύ γρήγορα η αναζήτηση της Κιράνα έγινε ένα παιδικό παιγνίδι πιτσιλίσματος, κολυμπιού και όλα αυτά που τα παιδιά κάνουν όταν βρεθούν στο θαλάσσιο παράδεισο των ονείρων τους. Αφού εξαντλήθηκαν από το παιγνίδι, αποφάσισαν να ξεκινήσουν το ψάξιμο για την Κιράνα. Η χώρα του αλλού ήταν ένα νησί. Αποφάσισαν να το γυρίσουν όλο και να βρουν την Κιράνα. Στα σπίτια τους θα γύριζαν με την Κιράνα. Αυτό ήταν όρκος τιμής!
- Με την Κιράνα θα γυρίσουμε πίσω, έτσι Κίρα; Αυτό σου είπε ο γέρος, τη ρώτησε ο Κοράν.
Η Κίρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
- Δεν μου είπε τίποτα. Μου είπε, μόνο, ότι η Σινίτρα θα μας πήγαινε στη χώρα του αλλού όπου θα βρίσκαμε την Κιράνα. Τίποτε άλλο δεν μου είπε. Και μόλις το είπε αυτό σηκώθηκε και έφυγε κι εγώ ήρθα αμέσως για να σας προλάβω. Δεν ξέρω με τι θα γυρίσουμε πίσω, Κοράν, αλήθεια δεν ξέρω. Μακάρι η Κιράνα να είναι όπως τη φανταζόμαστε. Δεν μπορώ να σας πω τίποτε άλλο, γιατί δεν γνωρίζω κάτι άλλο. Μέχρι εδώ που είμαστε γνωρίζω.
- Δεν έχει καμία σημασία, φώναξε ο Ανος. «Εδώ είναι ο παράδεισος, ακόμα και Κιράνα να μην υπάρχει, εγώ δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω ποτέ. Εδώ θα μείνω…» Άρχισε να κάνει τούμπες στην παραλία…
- Αν βρεις κάτι να φας, τον πείραξε η Μάλι γελώντας και του πέταξε ένα πράγμα που έκοψε από ένα δέντρο και έμοιαζε με μήλο.
Μόλις το πράγμα αυτό έπεσε στο κεφάλι του Ανου έσπασε και ένα κόκκινο υγρό τρέξε. Το κεφάλι του Ανου έγινε κατακόκκινο και στην αρχή όλοι νόμισαν ότι είχε ανοίξει. Γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από το υγρό που είχε εκείνο το περίεργο πράγμα.
- Λέτε να τρώγεται; είπε η Κίρα και έκοψε ένα και το δοκίμασε.
Ένα επιφώνημα χαράς συνόδεψε την πράξη της και πολύ γρήγορα ότι καρπός υπήρχε σε εκείνο δέντρο εξαφανίσθηκε στα στομάχια των παιδιών. Χωρίς να το καταλάβουν, τους πήρε ο ύπνος. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Πρώτος ξύπνησε ο Ανος, μετά ο Κοράν και μετά ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Η νύχτα ήταν όπως την έμαθαν όλο αυτό τον καιρό που ταξίδευαν με τη Σινίτρα. Απλά, όμορφη στο χρόνο της.
- Είναι υπέροχα, ψιθύρισε η Μάλι και έπιασε το χέρι του Λίνου. Εκείνος την πήρε αγκαλιά και μαζί χάζευαν την απέραντη σκοτεινή θάλασσα και τον αστρικό ουρανό.
Η Κίρα έπεσε στην αγκαλιά του Κοράν και ο Ανος βρέθηκε μόνος του να πετάει πέτρες στη θάλασσα.
- Ζηλεύω. Θα έπρεπε να υπάρχει και άλλο ένα κορίτσι στην παρέα. Σας είχα πει να βάλουμε και τη Μαλίνα αλλά δεν θέλατε. Ορίστε τώρα θα ήταν μαζί μου και δεν θα ήμουν μόνος μου…
Οι άλλοι γέλασαν με το παράπονο του Ανου και όλοι μαζί κατέληξαν σε μια αγκαλιά να χαζεύουν τον ουρανό και τη θάλασσα.
- Πότε θα κοιτάξουμε για την Κιράνα; ρώτησε η Μάλι.
- Από αύριο το πρωί, απάντησε ο Κοράν. «Για κάποιο λόγο αυτά τα περίεργα φρούτα μας έριξαν σε βαθύ ύπνο. Αλήθεια πριν τα φάμε νύσταζε κανείς σας;»
Συνειδητοποίησαν ότι δεν νύσταζαν και απέδωσαν έτσι το γεγονός του απροσδόκητου ύπνου τους στα περίεργα φρούτα που έφαγαν. Κάποια στιγμή ξανακοιμήθηκαν και ο πρωινός ήλιος τους ξύπνησε χωρίς να το καταλάβουν. Το μόνο μέρος που μπορούσαν να πλυθούν ήταν η θάλασσα και αφού βράχηκαν ξεκίνησαν να εξερευνήσουν το νησί, ψάχνοντας για την Κιράνα. Αποφάσισαν να γνωρίσουν τη χώρα του αλλού στο βάθος της και ήξεραν πως από δω και πέρα ότι έκαναν θα ήταν δική τους απόφαση. Αλλά και μέχρι τότε έτσι δεν ήταν τα πράγματα; Ο γέρος απλά τους έδειξε ένα φανταστικό δρόμο. Εκείνοι τον έκαναν πραγματικότητα. Στη χώρα του αλλού δεν υπήρχαν οι δρόμοι όπως τους γνώριζαν. Αποφάσισαν να κινηθούν προς το εσωτερικό και να μην πάρουν την παραλία. Δεν είχαν δει να υπάρχουν άνθρωποι, ούτε ζώα ούτε και πουλιά. Τουλάχιστον, δεν είχαν συναντήσει τίποτα μέχρι τότε.

( συνεχίζεται )

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

ΚΙΡΑΝΑ- η χώρα του αλλού -15ο μέρος - Η ελευθέρωση των ψυχών

15ο μέρος
                                                  Η ελευθέρωση των ψυχών

Δεν πέρασαν κλάσματα του δευτερολέπτου, οι αλυσίδες κινήθηκαν από μόνες τους και μια ψυχή βρέθηκε στη θέση της προηγούμενης.
- Αυτό γίνεται συνέχεια αγαπητά μου παιδιά. Αυτή είναι και η μόνη μου απασχόληση σε αυτό εδώ το καράβι. Δεν μπορώ να πω ότι με γεμίζει αλλά από τότε που έχασα το πόδι μου δεν μπορώ να κάνω άλλη δουλειά και έχω πιαστεί με αυτήν εδώ. Δεν είναι και ότι καλύτερο αλλά τα καταφέρνω μια χαρά…
Κινήθηκε κουτσαίνοντας προς τον Κοράν. Τον κοίταξε, γέλασε ειρωνικά και του είπε.
- Τι κάνει ο μικρός μου φίλος; Πως πέρασε τη νύχτα του;
Σήκωσε το μπαστούνι του και άρχισε να χτυπάει ελαφριά τις αλυσίδες.
- Κρίμα, κρίμα, βασανίζονται οι καημένες. Κρίμα, κρίμα, πολύ λυπάμαι για τις αλυσίδες μου, πολύ λυπάμαι…
Γύρισε την πλάτη του και έφυγε προς το καμαρίνι του. Κοντοστάθηκε για λίγο στην πόρτα και χωρίς να τους κοιτάξει φώναξε.
- Σήμερα το βράδυ έχετε δουλειά. Κοιτάξτε να τα καταφέρετε γιατί διαφορετικά θα καταλήξετε όπως, χα, χα, χα, χα…
Το τρομερό γέλιο τον ακολούθησε πίσω από την πόρτα. Το καράβι αυτό ήταν περίεργο. Έπλεε αλλά τίποτε δεν άλλαζε γύρω του. Θα νόμιζε κανείς ότι ήταν σχεδόν ακίνητο. Σαν να μην κουνιόταν. Και ο καιρός πάντα ο ίδιος. Δεν άλλαζε ποτέ. Και το τοπίο γύρω πάντα το ίδιο. Απέραντη θάλασσα, χωρίς ούτε μια δόση στεριάς. Λες και δεν άλλαζε τίποτε σε αυτό το καράβι.
- Θα πρέπει να σκεφτούμε τι έχει συμβεί μέχρι τώρα, ψιθύρισε ο Λίνος και συνέχισε. «Κάπου στη διαδρομή μας βρίσκεται και η λύση.»
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί του και άρχισαν να αναλύουν τα γεγονότα όπως τα έβλεπε ο καθένας από τη δική του πλευρά. Αλλά δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Δεν έβγαινε κανένα συμπέρασμα, τα πράγματα έμοιαζαν να είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Κανένα απολύτως συμπέρασμα και η στιγμή διαδεχόταν η μία την άλλη χωρίς να οδηγούνται πουθενά. Δεν υπήρχε κάτι που να μπορούσε να λύσει αυτό το γρίφο. Ο Κοράν είχε εξαντληθεί. Αλυσοδεμένος και νηστικός, όπως όλοι τους, κατόρθωσε με δυσκολία να πει κάτι. Δεν ακούσθηκε και ο Ανος σηκώθηκε και τον πλησίασε.
- Τι λες Κοράν; Τι θέλεις να πεις;
Ο Ανος έβαλε το αυτί του δίπλα στο στόμα του Κοράν. Τον άκουσε και αφού σιγουρεύτηκε ότι άκουσε σωστά γύρισε στους άλλους.
- Τι σου είπε; τον ρώτησε η Μάλι.
- Για το χρόνο, μου είπε να σκεφτούμε λίγο το χρόνο. Νομίζει ότι τα πάντα είναι θέμα χρόνου. Τίποτε άλλο. Δεν μπορούσε να μιλήσει περισσότερο και από ότι βλέπω σε λίγο θα είμαστε μόνο τέσσερις. Αρχίζει και χάνει τελείως τις αισθήσεις του…
Κανείς τους δεν θέλησε να δώσει σημασία στο τελευταίο του σχόλιο. Αυτόν τον ενόχλησε λίγο. Κάτι πήγε να πει σχετικά, αλλά η Μάλι τον πρόλαβε.
- Τι εννοούσε για το χρόνο; Τι θέλει να πει για το χρόνο;
- Θυμάστε στο Ηλ που μια δοκιμασία την πέρασε μόνος του; Δεν είμασταν εμείς μαζί του. Ήταν τελείως μόνος του. Μπορεί να έχει να κάνει με αυτό, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες, παρατήρησε η Κίρα.
- Ναι με αυτό έχει να κάνει γιατί αμέσως μετά, το δάσος του Ηλ άρχισε να κινείται και ο δάσκαλος μας μίλησε για το χρόνο. Με αυτό έχει να κάνει αλλά δεν ξέρουμε τι γνωρίζει ο Κοράν, συμπλήρωσε η Μάλι.
- Α! Τον αχρείο. Διαβάζει τη σκέψη μας και για αυτό την έστησε στον Κοράν. Ήξερε ότι έχει το μυστικό μέσα του και τον έβαλε με τον τρόπο του στον πειρασμό γνωρίζοντας ότι θα παραβεί τις εντολές του και θα σπάσει το πριόνι. Και πως τον έδεσε από πάνω μέχρι κάτω. Κανείς από τους άλλους δεν είναι δεμένος έτσι. Επίτηδες το έκανε για να τον εξουδετερώσει. Ο Κοράν έχει το μυστικό μαζί του και ο αχρείος το γνωρίζει. Και έχει να κάνει με το χρόνο. Μόνο που δεν μπορεί να μιλήσει. Θα πρέπει να σκεφτούμε εμείς για αυτόν.
Ο Λίνος είχε πλησιάσει αρκετά.
- Σκέψη, πάνω από όλα είναι η σκέψη. Αυτό μάθαμε στο δάσος του Ηλ. Με τη σκέψη κατορθώσαμε και νικήσαμε το Γκορ και τώρα με τη σκέψη πρέπει να νικήσουμε αυτό τον αχρείο. Σκέψη σε ότι έχει να κάνει με το χρόνο.
Η Κίρα συμπλήρωσε τη σκέψη του Ανου. Αλλά διαπίστωσαν γρήγορα ότι, η εμπειρία του Κοράν στο θέμα χρόνος ήταν αναντικατάστατη. Δεν μπόρεσαν να καταλήξουν πουθενά. Πιάνοντας το βράδυ, ο Σόζερ ξαναβγήκε στο κατάστρωμα. Αυτή τη φορά ήταν πολύ μεθυσμένος.
- Ε! Αλητάκια, που είστε; Για ελάτε εδώ να σας βλέπω.
Σκόνταψε και του έφυγαν μερικές βρισιές. Ύστερα σηκώθηκε και αφού έκανε λίγους κύκλους, τους βρήκε καθισμένους σε μια γωνιά.
- Α! Εδώ είστε. Λοιπόν, μέχρι αύριο το πρωί θέλω το κατάστρωμα να λάμπει. Υπάρχει μόνο ένας κουβάς και με αυτόν θα πλύνετε όλο το κατάστρωμα. Μόνο με αυτόν και με ένα σφουγγάρι που έχω. Αν αύριο το πρωί το κατάστρωμα δεν λάμπει, θα σας δέσω όλους όπως έχω δέσει αυτό εκεί.
Με το μπαστούνι του έδειξε τον Κοράν. Ύστερα κίνησε για το καμαρίνι του αλλά έκανε πολύ ώρα για να φτάσει στην πόρτα της καμπίνας. Μετά από μερικές τούμπες κατόρθωσε να ανοίξει την πόρτα της καμπίνας και να συνεχίσει τις τούμπες του πίσω από αυτή. Οι βρισιές του ήταν δυνατές και τα παιδιά γέλασαν λίγο. Αλλά το κατάστρωμα; Με ένα μόνο κουβά; Και με ένα μόνο σφουγγάρι και μόνο με νερό; Να λάμπει; Κοίταξαν το κατάστρωμα και κατάλαβαν τι είναι το αδύνατον. Αυτό που τους είχε ζητήσει ήταν αδύνατον να γίνει και κατάλαβαν ότι τους ετοίμαζε κάτι ανάλογο με την παγίδα του Κοράν. Είτε το έκαναν, είτε όχι, θα ήταν μάταιο γιατί το κατάστρωμα δεν θα έλαμπε και αυτοί ούτως ή άλλως την επόμενη μέρα το πρωί θα βρισκόντουσαν δεμένοι. Έτσι αποφάσισαν να μην κάνουν τίποτε και να σκεφτούν όλο το βράδυ για το τι λύση θα βρουν στο ζήτημα. Και έτσι έκαναν.
Όλο το βράδυ συζητούσαν για τα γεγονότα που αφορούσαν το χρόνο και μόνο το χρόνο. Μετά από αρκετές ώρες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε εκείνο το καράβι δεν υπήρχε χρόνος. Όχι ότι δεν τον έβλεπαν, αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Θυμήθηκαν τα λόγια του δασκάλου τους ότι, ο χρόνος είναι η ουσία του δάσους του Ηλ και τότε κατάλαβαν ότι αυτό το καράβι δεν είχε ουσία, αυτό το καράβι στην πραγματικότητα ήταν ακίνητο.
Κατέληξαν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι το καράβι αυτό ήταν η ίδια η αδράνεια, που ποτέ δεν είχαν δει το πρόσωπό της στη μάχη που έδωσαν στο δάσος του Ηλ με το Γκορ. Η ίδια η αδράνεια σε μια άλλη μορφή της. Αυτό το καράβι ελκυόταν από κάπου αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν από που. Τι ήταν αυτή η δύναμη που δημιουργούσε την έλξη της αδράνειας που το έλκυε; Αυτή την ερώτηση προσπαθούσαν να απαντήσουν. Δεν ήταν όμως εύκολο και πριν ξημερώσει άρχισαν να πιστεύουν ότι οι σκέψεις τους βρισκόντουσαν σε λάθος δρόμο. Αυτή ήταν και η τελευταία τους σκέψη ώσπου έγινε κάτι που δεν περίμεναν.
Μία ψυχή έβηξε. Μόνο αυτό, απλά έβηξε και τίποτε άλλο. Το μόνο που είχαν ακούσει μέχρι τότε από τις ψυχές. Ένα βήξιμο. Δεν πρόλαβαν να συζητήσουν το θέμα αυτό και η πόρτα του καταστρώματος άνοιξε διάπλατη. Ο Σόζερ είχε βγει αναμαλλιασμένος και σχεδόν με τα σώβρακα στο κατάστρωμα φωνάζοντας!!
- Τι ήταν αυτό; Τι ήταν αυτό; Ποιος έβηξε; Ποιος έβηξε;
Η Κίρα ενήργησε αμέσως.
- Εγώ, χωρίς φαγητό και χωρίς νερό όλο αυτό το διάστημα πόνεσε ο λαιμός μου. Εγώ έβηξα.
- Όχι, δεν ήταν παιδικό βήξιμο αυτό. Κάποια ψυχή έβηξε, αλλά δεν ξέρω ποια. Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Πείτε μου αλητάκια ποια ψυχή έβηξε, αυτή η ψυχή πρέπει να εξαφανισθεί τελείως, δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Πείτε μου αλητάκια ποια ψυχή έβηξε, γιατί θα σας δέσω χειρότερα από ότι έχω δέσει αυτόν. Και ότι λέω πρέπει να γίνεται. Πείτε μου ποια ψυχή έβηξε. Τώρα.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν και δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση. Ο αχρείος ήταν πολύ αγριεμένος. Γύριζε από ψυχή σε ψυχή και άρχιζε να τις κτυπάει με το μπαστούνι προκειμένου να κάνει εκείνη που έβηξε, να ξαναβήξει αλλά αυτό δεν έγινε. Μετά πλησίασε τα παιδιά.
- Πείτε μου ποια ψυχή έβηξε γιατί θα σας δέσω τώρα αμέσως.
Κανείς δεν μιλούσε και αμέσως ο Σόζερ άρχισε να κουνάει το μπαστούνι του αλλά η Μάλι τον διέκοψε.
- Καπετάνιε δεν ξέρουμε. Μπορεί η Κίρα να είπε ψέματα αλλά δεν ξέρουμε. Άλλωστε τι σχέση έχουμε εμείς με τις ψυχές; Ούτε μιλάμε μαζί τους, ούτε και έχουμε να ανταλλάξουμε τίποτε. Ούτε εμείς υπάρχουμε για αυτές, ούτε και αυτές για εμάς. Και για πες μου, είναι δυνατόν από δω που είμαστε να γνωρίζουμε ποια ψυχή έβηξε; Για σκέψου λίγο.
Ο Σόζερ για μια στιγμή κοντοστάθηκε, κοίταξε το μέρος όπου ήταν τα παιδιά και μετά όλο το καράβι που ήταν γεμάτο ψυχές. Κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να έχουν οπτική γωνία με τις ψυχές και έτσι ξαναγύρισε στην καμπίνα του. Στη διαδρομή σιγομουρμούριζε. «...πρέπει να τη βρω, πρέπει να τη βρω, το πρωί όμως. Αυτό δεν πρέπει να μείνει έτσι, είναι επικίνδυνο…» Έκλεισε την πόρτα πίσω του και εξαφανίσθηκε.
- Ευτυχώς Μάλι, ευτυχώς γιατί τα έκανα θάλασσα.
- Δεν πειράζει Κίρα, αλλά τι τον αναστάτωσε τόσο πολύ; ρώτησε η Μάλι.
- Οι ψυχές. Το μυστικό σε αυτό το καράβι είναι οι ψυχές. Και αυτό είναι το καράβι των ψυχών, όχι το καράβι του Σόζερ, το καράβι των ψυχών. Οι ψυχές είναι όμηροι στις δυνάμεις του και δεν έχουν χρόνο. Εδώ δεν υπάρχει χρόνος για κανένα και οι ψυχές είναι πάνω σε ένα καράβι που έλκεται από την αδράνεια. Οι ψυχές βρίσκονται στην απόλυτη αδράνεια. Τι είναι αυτές οι ψυχές;
Η ερώτηση του Λίνου ήταν πολύ σημαντική.
- Μάλλον άνθρωποι. Άνθρωποι που πεθαίνουν και έρχονται εδώ. Και κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος, μια άλλη ψυχή επιστρέφει στη θέση του. Αυτό είναι το καράβι των νεκρών, όχι το καράβι των ψυχών αλλά των νεκρών. Και αυτό τον αναστάτωσε, οι νεκροί δεν έχουν φωνή, οι νεκροί δεν έχουν αισθήσεις, οι νεκροί δεν έχουν συναισθήματα. Το βήξιμο δείχνει ότι κάποια ψυχή δεν βρίσκεται στο σωστό μέρος και αυτό τον αναστάτωσε. Μπορεί να ξέρει το λόγο αλλά το λόγο αυτό πρέπει να τον μάθουμε και εμείς. Τι λέτε;
Όλοι συμφώνησαν με τον Ανο. Σηκώθηκαν και άρχισαν να γυρίζουν τις ψυχές και προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους. Μάταια όμως. Άρχισε να ξημερώνει και δεν είχε γίνει απολύτως τίποτε. Κανένας δεν μπορούσε να έχει επαφή με τις ψυχές. Και καμία ψυχή δεν είχε επαφή μαζί τους.
- Και όμως, κάποιος έβηξε… ψιθύρισε η Κίρα. «Κάποιος είναι διαφορετικός...»
Δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι περνούσε ο χρόνος, γιατί χρόνος δεν υπήρχε, αλλά τα παιδιά επέμεναν. Έπιασε μεσημέρι και ο αχρείος δεν είχε εμφανισθεί. Πέρασε το απόγευμα και ξανάπεσε το βράδυ. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι είχε γίνει, αλλά προς το παρόν την είχαν γλυτώσει με το δέσιμο λόγω του κουβά.
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε, αλλά σίγουρα κάποιος έβηξε. Σίγουρα κάποια ψυχή έβηξε. Αυτό το ακούσαμε όλοι. Ακόμα και ο αχρείος το κατάλαβε από εκεί που ήταν σουρωμένος, τούντζι μέσα στον ύπνο του, είπε η Κίρα.
- Αυτό είναι αλήθεια Κίρα, αλλά δεν οδηγεί πουθενά, συμπλήρωσε ο Λίνος.
- Ίσως θα πρέπει να το δούμε από άλλη οπτική γωνία. Έχω μια ιδέα. Αν είναι σωστή τότε νομίζω ότι έχουμε τη λύση στα πόδια μας. Μου ήρθε χθες το βράδυ, ξαφνικά, όταν θυμήθηκα μια μικρή λεπτομέρεια που μας είχε ξεφύγει τελείως. Το βήξιμο της ψυχής, όποια και να είναι αυτή καλή της η ώρα, μου θύμισε αυτή τη λεπτομέρεια.
Ζήτησαν από τη Μάλι να τους πει την ιδέα της αλλά εκείνη αρνήθηκε.
- Όχι ακόμα. Θέλω να δω και κάτι άλλο. Εξάλλου ο αχρείος ακούει ότι λέμε. Όχι ακόμα, αλλά σύντομα θα ξέρετε. Σας το υπόσχομαι.
Πέρασε το βράδυ και την επόμενη μέρα το πρωί ο Σόζερ έκανε την εμφάνισή του. Βρήκε, όμως, ένα διαφορετικό θέαμα από ότι την προηγούμενη. Η Μάλι στεκόταν όρθια και όχι συνοφρυωμένη όπως τις προηγούμενες φορές. Του είχε γυρίσει την πλάτη και χάζευε τη θάλασσα. Την απέραντη θάλασσα.
- Ε, εσύ μικρή έλα εδώ, της φώναξε ο Σόζερ.
Η Μάλι έκανε πως δεν άκουσε. Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά της.
- Έλα εδώ μικρή αλήτισσα. Δεν ακούς τι σου λέω; ή μήπως θέλεις να σε δέσω;
Η Μάλι και πάλι έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε να του έχει γυρισμένη την πλάτη. Ο Σόζερ αγρίεψε ακόμα περισσότερο.
- Θα έρθεις εδώ ή όχι;
Η Μάλι αυτή τη φορά αποφάσισε να του μιλήσει.
- Δεν πρόκειται να έρθω κουτσέ καπετάνιε και δεν πρόκειται ποτέ να ξανακοιτάξεις το πρόσωπό μου αλλά ούτε κι εγώ το δικό σου. Από εδώ και πέρα θα βλέπεις μόνο την πλάτη μου. Σηκωθείτε γρήγορα όρθιοι, φύγετε από κοντά του και γυρίστε του την πλάτη σας. Όσο έχετε γυρισμένη την πλάτη σας δεν μπορεί να σας πειράξει…
Τα παιδιά το δίχως άλλο πετάχτηκαν σαν ελατήρια και έκαναν ότι τους είπε η Μάλι. Η Μάλι επιβεβαίωσε πως είχε γίνει ότι είχε ζητήσει και μετά συνέχισε.
- Αχρείε, κουτσέ καπετάνιε, είσαι η απόλυτη αδράνεια. Στο δάσος του Ηλ, όταν δώσαμε τη μάχη με την αδράνεια, ήταν ο μόνος στρατός του Γκορ που δεν είδαμε. Δεν είδαμε το πρόσωπό της. Εδώ είναι αδράνεια, εδώ δεν υπάρχει χρόνος και αυτό το καράβι δεν κινείται. Το καράβι έλκεται. Μέχρι χθες το βράδυ δεν ήξερα από πού, αλλά σήμερα ξέρω. Αυτό το καράβι έλκεται από τις αδρανείς επιθυμίες των ανθρώπων πέρα στη γη. Όσο αυτοί λειτουργούν στην αδράνεια, στις επιθυμίες τους, αυτό το καράβι θα έλκεται και αυτοί θα έρχονται και θα φεύγουν από εδώ κι εσύ θα βασιλεύεις. Αλλά εμείς δεν είμαστε εκεί. Εμείς είμαστε εδώ και δεν έχουμε καμία σχέση με τις ψυχές σου. Ούτε και με τις επιθυμίες των ανθρώπων γιατί τις δικές μας επιθυμίες τις νικήσαμε στο δάσος του Ηλ. Ήταν η δεύτερη μάχη που δώσαμε μετά τη μάχη μας με την υπεροψία. Και επειδή δεν έχουμε επιθυμίες, δεν μπορείς να μας ελέγξεις. Αυτό θα γίνει μόνο αν μας δημιουργήσεις και δεν εκπληρωθούν, όπως έκανες με τον Κοράν. Και κάτι άλλο. Εδώ δεν υπάρχει χρόνος γιατί όλα έλκονται. Τώρα όμως θα αρχίσουμε να κινούμαστε με την πλάτη γυρισμένη προς τα σένα και μάλιστα θα κινούμαστε με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορείς να ελέγξεις τίποτα. Γιατί η κίνηση είναι ο εχθρός σου. Γρήγορα αρχίστε να τρέχετε όπως θέλετε. Προσέξτε όμως να μην σας δει. Να μην του δείξετε ποτέ το πρόσωπό σας. Να μην δείτε την αδράνειά του και να μην σας κοιτάξει αυτή.
Άρχισαν να τρέχουν όπως ακριβώς τους είχε πει η Μάλι. Η κίνηση απέναντι στην αδράνεια. Και σε λίγο το καράβι άρχισε να κινείται όπως κινούνταν τα παιδιά. Ο Σόζερ άρχισε να χάνει την ισορροπία του και να μην μπορεί να κρατηθεί στα πόδια του. Πιάστηκε αναγκαστικά από ένα κατάρτι και έμεινε καθηλωμένος εκεί. Του έφυγε το μπαστούνι και το καπέλο του και σε λίγο αναγκάσθηκε να καθίσει στο πάτωμα.
- Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα φώναζε η Μάλι. Θυμηθείτε πως κινιόντουσαν τα περιστέρια στο δάσος του Ηλ και το χωνί εξαφανίσθηκε. Πιο γρήγορα, εμείς δεν πρόκεται να πάθουμε τίποτε ούτε και οι ψυχές. Πιο γρήγορα…
Και όσο πιο γρήγορα έτρεχαν τόσο πιο γρήγορα το καράβι κινιόταν και τόσο πιο πολύ ο Σόζερ ζαλιζόταν και έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Σε μια στιγμή η Μάλι φώναξε. Και όσες περισσότερες στροφές έκαναν, τόσο γύριζε και το καράβι. Έτρεχαν μπροστά, μπροστά πήγαινε το καράβι. Έτρεχαν πίσω, πίσω πήγαινε το καράβι. Έκαναν σβούρες, σβούρες έκανε και το καράβι. Χοροπηδούσαν, χοροπηδούσε και το καράβι. Σε κάποια στιγμή η Μάλι φώναξε.
- Το μπαστούνι, το μπαστούνι. Πιάστε το μπαστούνι τώρα που είναι ζαλισμένος και δεν μπορεί να κινηθεί…
Η Κίρα έτρεξε και έπιασε το μπαστούνι.
- Το έχω Μάλι, φώναξε, το έχω…
- Φέρτο εδώ Κίρα γρήγορα. Και τρέξτε όλοι προς τα εδώ.
Μόλις βρέθηκαν όλοι μαζί, η Μάλι τους είπε.
- Και τώρα όλοι μαζί θα τρέξουμε προς τον Κοράν. Έχουμε μόνο μερικά δευτερόλεπτα, όσο διαρκεί η κίνηση του καραβιού που δημιουργήσαμε και τον κρατάει καθηλωμένο. Όσο το καράβι θα κινείται με τη δύναμη που του δώσαμε.
Όταν έφτασαν στον Κοράν η Μάλι είπε.
- Βρες ένα χέρι ελεύθερο Λίνο, βρες ένα χέρι ελεύθερο του Κοράν.
Το αριστερό χέρι του Κοράν με τις πολλές του προσπάθειες είχε ξεφύγει από τις αλυσίδες λες και ο μικρός κάτι ήξερε. Η Μάλι έβαλε το χέρι του στο μπαστούνι και αφού και τα υπόλοιπα παιδιά έπιασαν το μπαστούνι, η Μάλι το γύρισε προς τη μεριά του καπετάνιου και είπε τα μαγικά λόγια.
άλυσους κούρους αβάντι αχρείε, και αμέσως αλυσίδες έδεσαν τον Σόζερ από πάνω μέχρι κάτω.
Τα παιδιά έμειναν άφωνα. Η Μάλι κινήθηκε προς το μέρος του.
- Τι έχεις να πεις τώρα αχρείε; Εκπροσωπούσες όλα εκείνα που αντιμετωπίσαμε στο δάσος του Ηλ. Την υπεροψία, το μίσος, τη χωριστικότητα, την αδράνεια, το ρήγμα και ότι άλλο υπάρχει. Μόνο με την ενότητα θα μπορούσαμε να σε αντιμετωπίσουμε αλλά πήγες να μας κοροϊδέψεις με το φτηνό σου κόλπο γνωρίζοντας ότι το μπαστούνι θα λειτουργούσε, μόνο, αν όλοι μαζί το κρατούσαμε όταν θα λέγαμε τα λόγια. Έτσι δεν είναι; Ήταν απλά θέμα χρόνου να σκεφτούμε πως έπρεπε να ενεργήσουμε. Τώρα θα μείνεις εκεί δεμένος για πάντα και οι ψυχές θα ελευθερωθούν στη χώρα της καθαρής. Με σένα θα δούμε τι θα γίνει.
Η Μάλι πήρε το μπαστούνι και πήγε προς τον Κοράν. Σήκωσε το μπαστούνι προς το μέρος του και είπε τα μαγικά λόγια. Αμέσως οι αλυσίδες έφυγαν, αλλά όχι μόνο από τον Κοράν. Όλες οι ψυχές ελευθερώθηκαν, όλες ήταν ελεύθερες. Στην αρχή ήταν σαν χαμένες αλλά μετά μία, μία άρχισαν να συνέρχονται και να προσπαθούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Το καράβι σταμάτησε να κινείται. Πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι να βρουν ένα κώδικα επικοινωνίας με τις ψυχές που άρχισαν να ζωντανεύουν και τελικά αποφάσισαν να συνεργασθούν για να οδηγήσουν το καράβι στη χώρα της Καθαρής. Η Μάλι ανέλαβε τη διακυβέρνηση του καραβιού. Όταν το καράβι πήρε μπροστά, τα πράγματα ήταν πολύ απλά.
Σε λίγο πήγαινε μόνο του, δεν ήθελε ούτε τιμονιέρη, ούτε λοστρόμο, ούτε ναύτες, ούτε τίποτε. Πήγαινε μόνο του και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκε κοντά σε μια πανέμορφη στεριά που, όπως την υπολόγισαν, θα πρέπει να ήταν η χώρα της καθαρής. Και αυτό γιατί τα νερά της θάλασσας εκεί ήταν πολύ καθαρά.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο Σόζερ ήταν δεμένος με τις αλυσίδες του. Οι ψυχές άρχισαν να κατεβαίνουν αλλά όχι με κάποια βάρκα. Βουτούσαν στο νερό και κολυμπούσαν γελώντας και παίζοντας και πειράζοντας η μία την άλλη. Ευχαριστούσαν τα παιδιά πριν βουτήξουν και τους έδωσαν την υπόσχεσή τους ότι ποτέ ξανά δεν πρόκειται να δώσουν την ευκαιρία σε κάποιο Σόζερ να τους ξαναδέσει. Ότι θα προσέχουν πάρα πολύ με τις επιθυμίες τους από εδώ και πέρα και ότι ποτέ, καμιά τους δεν πρόκειται, προκειμένου να ικανοποιήσει κάποια επιθυμία της, να ραδιουργήσει σε βάρος κάποιας άλλης ψυχής.
Τα παιδιά πήγαν προς το Σόζερ μη γνωρίζοντας τι να τον κάνουν αλλά αντί για τον αχρείο καπετάνιο το μόνο που αντίκρισαν ήταν ένα μικρό ποντικάκι που φορούσε τα ρούχα του αχρείου και έκανε βόλτες κοντά στο μέρος όπου ήταν οι αλυσίδες.
- Ο αχρείος έγινε ποντίκι, είπε γελώντας ο Κοράν και αφού έσκυψε και το άρπαξε από την ουρά το πέταξε με δύναμη στη θάλασσα.
- Καλό κολύμπι, φώναξε ο Λίνος και όταν τέλειωσαν με όλες τι ψυχές αποφάσισαν να κινήσουν για τη χώρα του αλλού.
- Τι σου είχε πει Κίρα ο γέρος για τη χώρα του αλλού Κίρα; τη ρώτησε ο Κοράν.
- Ότι το καράβι των ψυχών γνωρίζει το δρόμο και ότι μετά τη χώρα της Καθαρής θα μας οδηγήσει μόνο του στη χώρα του αλλού. Και κάτι άλλο που το θυμήθηκα τώρα. Μετά τη χώρα της Καθαρής, μου είπε, ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να αναφερόμαστε στο καράβι αυτό σαν το καράβι των ψυχών.
- Και πως θα το λέμε; ρώτησε ο Κοράν.
- Δεν μου είπε, απάντησε η Κίρα. «ούτε και σκέφτηκα να τον ρωτήσω.»
- Τότε πρέπει να του δώσουμε ένα όνομα, πρόσθεσε η Μάλι.
- Και νομίζω ότι γνωρίζουμε όλοι τι όνομα πρέπει να πάρει, είπε γελώντας ο Κοράν.
Χαμογέλασαν και όλοι μαζί σήκωσαν τα χέρια ψηλά φωνάζοντας.
- Σινίτρα, σινίτρα!!!
( συνεχιζεται)