Κιράνα
- Καλημέρα, τους είπε. «Έμαθα ότι ψάχνετε την Κιράνα και ότι έρχεστε από πολύ μακριά.»
- Είναι αλήθεια. Ο Κοράν πετάχτηκε επάνω και άρχισε να τρίβει τα μάτια του από τις τσίμπλες. Οι άλλοι ακόμα καλά, καλά δεν είχαν ξυπνήσει.
- Το περίεργο δεν είναι ότι ψάχνετε την Κιράνα. Το περίεργο είναι ότι κατορθώσατε να φτάσετε μέχρι εδώ. Δεν έχει φτάσει ποτέ κανείς εδώ. Και αυτό είναι ένα πραγματικό κατόρθωμα. Οφείλω να σας συγχαρώ και να σας συστηθώ. Είμαι η Κιράνα. Αλλά ψάχνατε λάθος Κιράνα για αυτό δεν μπόρεσε να σας βοηθήσει κανείς. Ψάχνατε για το καράβι Κιράνα ενώ η Κιράνα είμαι εγώ. Και αυτό το καράβι δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει η Κιράνα που βλέπετε μπροστά σας.
- Τι; Ένα επιφώνημα έκπληξης και όλοι σαν ελατήρια πετάχτηκαν πάνω.
- Όλα αυτά για μια γυναίκα; Εμείς ψάχναμε για το ομορφότερο καράβι που υπάρχει και περάσαμε όλα αυτά για να συναντήσουμε μια γυναίκα; Απίστευτο.
Η Κίρα δεν μπορούσε να κρύψει την απογοήτευσή της. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Η γυναίκα που συστήθηκε ως Κιράνα χαμογελούσε με τις αντιδράσεις τους.
- Ποιος σας είπε ότι η Κιράνα είναι καράβι; τους ρώτησε.
- Όλοι. Όλο το σχολείο ξέρει ότι η Κιράνα είναι καράβι. Όλη η πόλη ξέρει ότι η Κιράνα είναι καράβι. Ακόμα και οι καθηγητές μας το ξέρουν, βιάστηκε να απαντήσει η Μάλι.
- Και πως το ξέρουν αυτό αφού κανείς δεν έχει φτάσει μέχρι εδώ; Για να το ξέρει κάποιος, θα πρέπει να έχει δει αυτό το καράβι ή να έχει μιλήσει, τουλάχιστον, με κάποιον που το έχει δει. Οι πρώτοι που φτάνετε εδώ είστε εσείς. Άρα πως οι υπόλοιποι γνωρίζουν ότι η Κιράνα είναι καράβι αφού ποτέ δεν έχουν δει την Κιράνα;
Αυτή η ερώτηση τους βρήκε όλους άφωνους και απροετοίμαστους.
- Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε ο Κοράν. «Εμείς νομίζαμε ότι κάποιος είχε δει το καράβι, εμείς νομίζαμε ότι ο γέρος που μίλησε στην Κίρα είχε δει το καράβι, εμείς νομίσαμε ότι η Κιράνα ήταν καράβι και όλα ήταν μέσα στη δική μας φαντασία. Δεν υπήρχε κάτι σίγουρο και η επιλογή μας στηρίχθηκε απλά και μόνο σε μια υπόθεση που τη νομίζαμε αληθινή μόνο και μόνο γιατί δεν θελήσαμε να τη σκεφτούμε περισσότερο. Και τελικά ορίστε το όμορφο καράβι μας. Δεν λέω ότι δεν είστε όμορφη γυναίκα αλλά σίγουρα ένα όμορφο καράβι δεν είστε.»
Η Κιράνα γέλασε πάρα πολύ με αυτή την αυθόρμητη προσέγγιση του Κοράν και τους κάλεσε να φύγουν και να την ακολουθήσουν στο σπίτι της.
- Θα είναι πάνω από το έδαφος ή κάτω από αυτό; τη ρώτησε η Κίρα.
- Θα χρειαστεί να συρθούμε, να σκαρφαλώσουμε, να κολυμπήσουμε, να πετάξουμε, τι θα πρέπει να γίνει για να μπούμε στο σπίτι σας κυρία Κιράνα; ρώτησε ο Λίνος.
- Υπάρχει καμία περίπτωση να έρθει το σπίτι σας εδώ; ρώτησε η Μάλι.
Η Κιράνα γελούσε με τον αυθορμητισμό τους. Μετά τους απάντησε.
- Τίποτε από όλα αυτά, το μόνο που θα χρειαστεί είναι να περπατήσουμε μαζί μέχρι εκεί και να περάσετε την πόρτα.
Με τα πολλά και τα λίγα, γρήγορα έφτασαν σε ένα όμορφο σπίτι στην πίσω πλευρά του βουνού. Ένα πανέμορφο σπίτι που κοίταζε όλη τη θάλασσα, τελείως ανθρώπινο και προσιτό σε ότι γνώριζαν μέχρι τότε.
- Είναι από την άλλη πλευρά, γι αυτό είναι ίσιο, παρατήρησε ο Κοράν.
- Έχετε πολύ πλάκα, τους είπε η Κιράνα και συνέχισε.
- Αλλά βέβαια αν δεν είχατε αυτή την πλάκα δεν θα μπορούσατε ποτέ να φτάσετε μέχρι εδώ. Ελάτε, περάστε μέσα να ξεκουραστείτε και θα τα πούμε.
Τα παιδιά πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα πάντα ήταν λευκά. Λευκά έπιπλα, λευκοί τοίχοι, τίποτε σκούρο, τίποτε άγριο, τίποτε άσχημο. Μερικοί πίνακες που στόλιζαν το λευκό είχαν και μερικά άλλα χρώματα, όλα απαλά. Ήταν ένα χαρούμενο σπίτι με πανέμορφη θέα που ανήκε σε μια όμορφη χαμογελαστή νέα γυναίκα, που την έλεγαν Κιράνα.
- Το σπίτι έχει πολλά μπάνια. Και πολλά δωμάτια. Μπορείτε να λουστείτε και να περιποιηθείτε τον εαυτό σας, μπορείτε να αλλάξετε ρούχα, θα βρείτε αρκετά στις ντουλάπες και μετά μπορείτε να κατεβείτε κάτω στην τραπεζαρία για να φάμε. Υπάρχει έτοιμο φαγητό. Ίσιο, όπως το λέτε εσείς και σας προλαβαίνω προτού με ρωτήσετε. Άντε ξαμοληθείτε τώρα.
Έφυγαν τρέχοντας και ουρλιάζοντας και μέχρι να αποφασίσουν ποιο μπάνιο θα πάρει ποιος, είχε γίνει ήδη ένας ψιλοχαμός. Στο τέλος φρεσκοπλυμένοι και με καθαρά ρούχα όλοι κατέβηκαν στην τραπεζαρία. Όταν συνάντησαν ο ένας τον άλλον παρατήρησαν ότι όλοι φορούσαν το ίδιο ρούχο. Ένα λευκό χιτώνα ίδιο με αυτό που φορούσε και η όμορφη Κιράνα.
Τα κοίταξε και χαμογέλασε.
- Εμπρός στην τραπεζαρία τώρα, έχει ζεστό φαγητό.
Έκαναν σαν λυσσασμένα και σε μισή ώρα είχε εξαφανισθεί κάθε ίχνος τροφής που υπήρχε σε εκείνο το τραπέζι. Η Κιράνα δεν άγγιξε ούτε φτερούγα που λένε. Μόλις τέλειωσαν τους ρώτησε αν ήθελαν να κοιμηθούν ή αν ήθελαν να χαζέψουν λίγο το σπίτι. Και αυτό αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν ήθελαν τίποτε άλλο από φαγητό. Τα παιδιά αποφάσισαν ότι ήθελαν να λύσουν τις απορίες τους και η Κιράνα προσφέρθηκε να τα βοηθήσει.
- Τι θέλετε να σας πω; Τι είναι αυτό που δεν ξέρετε; Γιατί αν κάτι το ξέρετε δεν χρειάζεται να με ρωτάτε για αυτό.
- Καταρχήν που είμαστε. Σε ποια χώρα βρισκόμαστε, αυτό θέλουμε να μάθουμε.
- Για ποια χώρα ξεκινήσατε στην αρχή του ταξιδιού σας; τους ρώτησε.
- Για τη χώρα του αλλού, απάντησε η Κίρα.
- Τότε σε αυτή τη χώρα βρίσκεστε. Τι σας φαίνεται περίεργο σε αυτή την ιστορία;
- Μα κανείς δεν ξέρει το όνομα αυτής της χώρας. Κανείς από όσους ρωτήσαμε δεν γνωρίζει πως τη λένε αυτή τη χώρα, βιάστηκε να απαντήσει ο Λίνος.
- Και στην αρχή για καράβι ξεκινήσατε και μια γυναίκα βρήκατε που τη λένε Κιράνα. Άλλα σας έλεγαν και άλλα βρήκατε. Τι σημαίνει αυτό; Βρήκατε αυτό που ψάχνατε, ήταν τελείως διαφορετικό από ότι σας έλεγαν, επομένως βρίσκεστε στη χώρα του αλλού. Βρίσκεστε στη χώρα του αλλού από αυτό που νομίζατε ότι θα βρείτε, αλλά ξέρετε τι θα βρείτε σε αυτή τη χώρα;
- Γιατί μας είπαν ότι η Κιράνα είναι καράβι; ρώτησε ο Ανος.
- Αυτό δεν σας το είπε κανείς. Για την ακρίβεια, αυτό το είπε ο κάθε κανείς και στη χώρα αυτή κανείς είναι εκείνος που δεν γνωρίζει τι λέει. Εσείς το υποθέσατε από ότι ακούγατε για την Κιράνα από τον κανένα. Κάποιος, τελείως τυχαία πέταξε τη θεωρία για το καράβι, φρόντισε να τη στολίσει κιόλας με φανφάρες και όλοι τη δέχθηκαν. Ποιος σας είπε ότι η Κιράνα είναι καράβι και ότι την έχει δει; Υπάρχει κάποιος τέτοιος;
Όλοι σκέφθηκαν ότι κανένας δεν τους είχε πει, με σιγουριά, ότι η Κιράνα είναι καράβι. Σε αυτό είχε δίκιο. Ήταν δική τους υπόθεση, ήταν δική τους φαντασίωση που τη δανείσθηκαν από τους άλλους.
- Και τώρα που σας γνωρίσαμε κυρία Κιράνα και που δεν είστε ένα όμορφο καράβι τι θα κάνουμε εδώ στη χώρα του αλλού; Εμείς θέλαμε να πάρουμε την Κιράνα καράβι και να γυρίσουμε πίσω με αυτή. Τι θα κάνουμε τώρα; Και εσάς να πάρουμε δεν έγινε και τίποτε ιδιαίτερο γιατί στη χώρα μας υπάρχουν πολλές γυναίκες. Αυτό σίγουρα δεν θα είναι επιτυχία. Όλα μας τα σχέδια ανατράπηκαν, είπε ο Λίνος.
Η Κιράνα τους κοίταξε χαμογελώντας.
- Αυτή πραγματικά είναι μια δύσκολη και ουσιαστική ερώτηση την οποία δυστυχώς δεν μπορώ να σας την απαντήσω εγώ. Αυτή την ερώτηση θα πρέπει να την απαντήσετε μόνοι σας.
Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και η ίδια σκέψη περνούσε από το μυαλό όλων αλλά ο Κοράν ανέλαβε την ευθύνη να ρωτήσει.
- Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω;
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Αν βρείτε το δρόμο, ναι.
Ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι, χτύπησε τα χέρια της και δύο ίσιες όμορφες γυναίκες εμφανίσθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν το τραπέζι. Χαμογελώντας τους είπε.
- Πηγαίνω στο δωμάτιό μου να κοιμηθώ. Θα τα πούμε όταν ξυπνήσω. Μέχρι τότε μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε. Εδώ δεν υπάρχουν περιορισμοί, εδώ δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος. Εξάλλου βρίσκετε στη χώρα του αλλού. Μην το ξεχνάτε αυτό.
Και αμέσως αποσύρθηκε. Τα παιδιά έμειναν να κοιτάζουν το ένα το άλλο χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα. Από μια άποψη, το στόχο τους τον είχαν πετύχει. Η Κιράνα υπήρχε, αλλά δεν ήταν ένα όμορφο καράβι όπως πίστευαν στην αρχή, παρά μια όμορφη γυναίκα σε μια παράξενη χώρα, κάπου αλλού. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω με κάτι που δεν υπήρχε και αυτό ήταν μια πραγματικότητα. Ο Κοράν ρώτησε τους άλλους.
- Είναι κανείς που δεν θέλει να γυρίσει πίσω;
- Έχουμε τους γονείς μας, τα ποδήλατά μας, τους φίλους μας, τη σπηλιά μας, ότι έχουμε και δεν έχουμε είναι εκεί. Τα αφήσαμε όλα αυτά για να βρούμε το καράβι μας, για να μπορέσουμε να δείξουμε σε όλους ότι η Σινίτρα είναι ικανή να κάνει ένα άπιαστο όνειρο πραγματικότητα. Τώρα τι θα κάνουμε εδώ; Και ποιος θα μας πιστέψει αν πούμε ότι η Κιράνα είναι μια όμορφη γυναίκα και δεν είναι καράβι; Όλοι θα συνεχίσουν να πιστεύουν ότι η Κιράνα είναι καράβι και ότι εμείς τους λέμε ψέματα. Η Σινίτρα θα χάσει την αξιοπιστία της. Έτσι αν γυρίσουμε δεν θα πρέπει να πούμε σε κανένα τίποτε και αυτό το μυστικό να το κρατήσουμε ανάμεσά μας, μόνο για εμάς. Θα είναι το μικρό μυστικό της Σινίτρα.
Αυτή ήταν η θέση της Μάλι και δεν απείχε και πολύ από τη θέση των άλλων παιδιών. Ο Κοράν ήταν σκεφτικός και κοίταζε την υπέροχη θέα της θάλασσας από το παράθυρο του σπιτιού. Δεν μιλούσε και άκουγε τους άλλους να λένε τα ίδια πράγματα που είχε και αυτός στο μυαλό του. Μόνο που δεν είχε μόνο αυτά. Για να γυρίσουν πίσω θα έπρεπε να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Και για το δρόμο αυτό δεν τους είχε μιλήσει απολύτως κανένας. Πως θα γινόταν αυτό; Ο γέρος τους είχε πει ότι, η Σινίτρα θα τους πήγαινε στη χώρα του αλλού. Κανείς όμως δεν τους είχε πει πως θα έφευγαν από τη χώρα του αλλού. Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί, αλλά και να το είχαν σκεφτεί και να μην τους έδειχνε κανείς το δρόμο πάλι την ίδια απόφαση θα είχαν πάρει. Εξάλλου η Κιράνα το είπε πριν. Αν βρουν το δρόμο της επιστροφής θα μπορούσαν να γυρίσουν. Αποφάσισε να τους πει τις σκέψεις του.
- Υπάρχει ξέρετε ένα μικρό πρόβλημα. Δεν ξέρουμε πως θα γυρίσουμε από τη χώρα του αλλού. Δεν ξέρουμε το δρόμο για να φύγουμε από εδώ. Αλήθεια, Κίρα τι σου είπε ο γέρος σχετικά με το δρόμο της επιστροφής;
Η Κίρα έξυσε το κεφάλι της.
- Νομίζω ότι μου είπε πως κανείς δεν γυρίζει από τη χώρα του αλλού.
- Πως μπορεί να το ήξερε αυτό αφού κανείς δεν έχει έρθει ποτέ σε αυτή εδώ τη χώρα; Δεν μπορούσε ο γέρος να το ξέρει αυτό, είπε ο Ανος.
- Εγώ σκέφτομαι το ξύλο της αρκούδας που θα πέσει και εσείς λέγετε ότι θέλετε. Αυτή η δήλωση του Λίνου χαλάρωσε λίγο τα πράγματα. Τα παιδιά γέλασαν με την προσέγγιση του φίλου τους. Και εκείνο το σπίτι, τι περίεργο σπίτι.
- Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τώρα. Πάμε λίγο να παίξουμε; Να δούμε το σπίτι; Η Κιράνα είπε ότι μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Εδώ δεν υπάρχουν περιορισμοί.
Συμφώνησαν όλοι με την Κίρα και ξαμολύθηκαν για περιπέτεια. Το σπίτι ήταν μεγάλο. Είχε πολλούς περίεργους χώρους και περίεργα πράγματα αλλά το ποιο ωραίο από όλα ήταν ένα δωμάτιο με καθρέπτες που υπήρχε στην ανατολική πλευρά του σπιτιού. Ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέπτες που όποιος έμπαινε μέσα έβλεπε παντού το είδωλό του. Ο χώρος γέμιζε από το είδωλό του. Όταν ανακάλυψαν αυτό το δωμάτιο ξετρελάθηκαν. Κοιτούσαν πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, παντού υπήρχαν, παντού έβλεπαν ότι έκαναν. Γκριμάτσες, χειρονομίες, πηδούσαν, χόρευαν και γελούσαν με την ψυχή τους σε αυτό το δωμάτιο. Σε κάποια στιγμή και χωρίς να το καταλάβουν οι καθρέπτες εξαφανίσθηκαν και στη θέση τους εμφανίσθηκαν λευκές πόρτες, μόνο λευκές πόρτες που κάθε μια είχε και μια επιγραφή επάνω της. Πλησίασαν σε μια από αυτές και διάβασαν. «Παιδική χαρά», μετά σε μια άλλη «τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου» και μετά τις γύρισαν όλες και διάβαζαν «οι καλύτερες σπηλιές, τα ομορφότερα παιγνίδια, τα ποιο αστεία παραμύθια, το καλύτερο παγωτό, ο μεγαλύτερος παιδότοπος» και πολλά άλλα. Όλη η παιδική φαντασία ήταν πίσω από αυτές τις πόρτες.
Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ανοίξουν μια πόρτα που έλεγε για τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου. Μπήκαν μέσα και βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν πέντε λευκά ποδήλατα που όμοιά τους δεν είχαν δει πουθενά. Είχαν μόνο μία ρόδα, ένα τιμόνι, μια σέλα, ταχύτητες και πετάλι. Ήταν παράξενα, αλλά ήταν εκεί.
- Που είναι τα ωραιότερα ποδήλατα του κόσμου; ρώτησε η Μάλι.
- Ξέρει κανείς να κάνει ποδήλατο με μία ρόδα; συμπλήρωσε η Κίρα.
Ο Κοράν πλησίασε τα ποδήλατα και άρχισε να τα χαζεύει από κοντά. Έπειτα διάλεξε ένα και προσπάθησε να το καβαλήσει. Μάταια, όμως, έπεσε και όλοι γέλασαν. Πεισματάρης όπως ήταν, προσπάθησε ξανά και ξανά, αλλά συνέχεια έπεφτε και στο τέλος απογοητεύθηκε και το άφησε στη θέση του. Τα παιδιά γύρισαν για να φύγουν από το δωμάτιο, απογοητευμένα και ξαφνικά εκεί που την πόρτα την είχαν αφήσει ανοιχτή, χωρίς να το καταλάβουν, έκλεισε και τους κλείδωσε μέσα. Πίσω από την πόρτα, που μπαίνοντας δεν το είχαν προσέξει, υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε «Οδηγίες για τη χρήση των ποδηλάτων. Διαλέγετε ένα ποδήλατο και όταν ανεβείτε στη σέλα του, προσπαθήστε τα πόδια σας να πατάνε στο έδαφος διαφορετικά θα πέσετε. Μόλις έχετε σταθεροποιηθεί, πιάστε γερά το τιμόνι και δώστε την εντολή <σούπερ αρούσιους>. Το ποδήλατο θα κάνει τη δουλειά του και φροντίστε να κρατάτε πάντοτε γερά το τιμόνι.»
Διάβασαν τις οδηγίες μέχρι εκεί και διάλεξαν από ένα ποδήλατο ο καθένας. Ανέβηκαν, σταθεροποιήθηκαν και με το τρία του Κοράν όλοι έδωσαν την εντολή «σούπερ αρούσιους». Και τότε συνέβη το μαγικό. Τα ποδήλατα, αμέσως, σηκώθηκαν στον αέρα και άρχισαν να κάνουν μικρούς κύκλους μέσα στο δωμάτιο. Ύστερα η οροφή του δωματίου άνοιξε και τα ποδήλατα με τους αναβάτες τους ξεχύθηκαν στον ουρανό και άρχισαν να κάνουν τρελές βόλτες. Τέτοιες βόλτες που κανένα παιδί και κανείς άνθρωπος στη γη δεν έχει δει ποτέ του. Άρχισαν να κυνηγάν ο ένας τον άλλον, να παίζουν και να προσπαθούν να σπρώξουν ο ένας τον άλλο αλλά κανείς δεν έπεφτε από αυτά τα ποδήλατα.
Γύρισαν όλη τη χώρα του αλλού, είδαν τα πάντα από ψηλά, τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα φυτά, το σπίτι της Κιράνα, έφτασαν στο καράβι τους τη σινίτρα που ήταν αγκυροβολημένη στον καταπράσινο κόλπο και είδαν και άλλα και άλλα και άλλα και τα δέντρα και τα φυτά και οι άνθρωποι τους χαιρετούσαν καθώς περνούσαν από πάνω τους. Οι ίσιοι με τα χέρια τους και οι ανάποδοι με τα πόδια τους. Ακόμα και η σινίτρα τους χαιρέτησε μόλις τους είδε, κουνώντας τα πανιά της και αυτή η βόλτα κράτησε τόσο, όσο δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Και όταν άλλαζαν ταχύτητα στα ποδήλατα, αυτά πήγαιναν ποιο γρήγορα ή ποιο αργά και με το τιμόνι τα κατεύθυναν εκεί που ήθελαν και σιγά, σιγά έμαθαν να τα πιλοτάρουν και τελικά είδαν ότι πράγματι στη χώρα του αλλού είχαν τα καλύτερα ποδήλατα του κόσμου. Μετά προσπάθησαν να γυρίσουν πίσω, αλλά από τη βιασύνη τους είχαν ξεχάσει να διαβάσουν όλες τις οδηγίες για το πως θα μπορούσαν να τα προσγειώσουν στο έδαφος. Έδιναν διάφορες λέξεις αλλά τα ποδήλατα συνέχιζαν να πετάνε. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου είδαν την Κιράνα σε ένα ποδήλατο να τους πλησιάζει και να φωνάζει.
- Αν θέλετε να κατέβετε, θα πρέπει να δώσετε την εντολή «σούπερ σούπερ αρούσιους.»
Πράγματι έτσι έκαναν και ξαναγύρισαν στο δωμάτιο με τις πόρτες και μπήκαν σε μια άλλη λευκή πόρτα που έλεγε για το καλύτερο παγωτό του κόσμου όπου είδαν τεράστια καζάνια με τα ωραιότερα παγωτά που υπήρχαν και μπορούσαν να φάνε όποιο ήθελαν και όσο ήθελαν χωρίς να τους παρατηρήσει κανείς και χωρίς να πληρώσουν ούτε δραχμή για όλα αυτά και μετά στην άλλη πόρτα στην παιχνιδούπολη όπου βρήκαν ότι παιγνίδι μπορούσαν να φανταστούν και στο τέλος αφού δεν είχαν γνωρίσει παρά ελάχιστες πόρτες, μόνο, εξουθενωμένα γύρισαν για το βραδινό τους με την Κιράνα. Εκεί, όλοι ήταν χαρούμενοι, όλοι ήταν αυτό που λέμε, αλλού.
Η Κιράνα κατέβηκε και πάλι από το δωμάτιό της, ντυμένη όπως πάντα στα λευκά και κάθισε μαζί τους. Την κοιτούσαν και όλοι ήθελαν να τη ρωτήσουν το ίδιο πράγμα, αλλά κανείς δεν τολμούσε. Ο Κοράν και πάλι ανέλαβε την ευθύνη.
- Αν δεν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω, μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ;
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Στη χώρα του αλλού κάθεται όποιος θέλει και για όσο καιρό θέλει. Αν αποφασίσει να φύγει, τότε θα πρέπει να βρει το δρόμο μόνος του. Αλλά από τη χώρα του αλλού, δεν φεύγει κανείς. Αλλά αυτό γιατί σας το λέω; Το γνωρίζετε ήδη, σας το έχω πει αρκετές φορές.
- Και εδώ μπορούμε να παίζουμε με ότι υπάρχει όπως παίξαμε σήμερα;
- Φυσικά καλέ μου Λίνε, εδώ είναι η χώρα του αλλού. Αν δεν παίξετε εδώ που αλλού θα παίξετε με την ψυχή σας; Εξάλλου περάσατε τόσα και τόσα για να φτάσετε σε αυτή εδώ τη χώρα.
- Και υπάρχουν και άλλα παιγνίδια Κιράνα; ρώτησε η Μάλι.
Η Κιράνα χαμογέλασε.
- Η χώρα του αλλού είναι η ίδια ένα παιγνίδι. Δεν προλαβαίνεις να τη γνωρίσεις σε μια μόνο ζωή. Και στη χώρα αυτή κανείς δεν μεγαλώνει. Μένουν όλοι όπως είναι. Παιδιά ήρθατε και παιδιά θα μείνετε για πάντα σε αυτή τη χώρα.
Τα παιδιά κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Κοίταξαν την όμορφη γυναίκα που καθόταν δίπλα τους και χαμογελούσε. Αισθάνθηκαν κάτι που δεν το είχαν ξανανιώσει, μια ζεστασιά, μια αγάπη, μια κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι παιδί. Είχαν βρει τον παράδεισό τους, αλλά η μνήμη τους γύρισε πίσω, στους γονείς και την άλλη τους ζωή. Δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν από αυτή από αυτή τη θύμηση.
- Μακάρι να είχαμε γεννηθεί στη χώρα του αλλού, σκέφτηκαν όλα. «Μακάρι να είμασταν ένας μικρός αλλού, ο καθένας από εμάς.»
Η Κιράνα διάβασε τις σκέψεις τους.
- Μη βασανίζετε τον εαυτό σας. Αν πραγματικά θέλετε να γυρίσετε πίσω, θα γυρίσετε. Αυτό θα γίνει, όμως, μόνο αν πραγματικά το θέλετε. Τότε θα βρεθεί και ο τρόπος και ο δρόμος για να γυρίσετε πίσω. Εκείνο που έχετε να ρωτήσετε τον εαυτό σας είναι, αν πραγματικά θέλετε να γυρίσετε πίσω. Και αν αυτό θέλετε, αυτό θα γίνει.»
Αυτά τους είπε και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, αφού πρώτα τα καληνύχτισε. Θα ρωτήσετε τον εαυτό σας τους είχε πει. Όχι ο ένας τον άλλον, αλλά τον εαυτό σας. Και αν άλλος αποφάσιζε έτσι και άλλος αποφάσιζε διαφορετικά; Δεν ήθελαν να χωρίσουν και αυτό ήταν κάτι που τους έκαιγε ακόμα περισσότερο. Μαζί ήρθαν και αν ήταν να φύγουν, μαζί θα έπρεπε να φύγουν. Αλλά σε αυτή την ερώτηση ο καθένας ήταν για τον εαυτό του, μόνος του μέσα στο βαθύ του θέλω. Δεν είχε νόημα να συζητήσουν για το τι θα έπρεπε να κάνουν. Στη χώρα του αλλού ίσχυε μόνο το θέλω του καθενός. Αυτό το είχαν καταλάβει πάρα πολύ καλά.
- Εγώ θα μείνω, είπε ο Λίνος. «Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω και να τρώω ξύλο για μια βδομάδα. Ούτε οι αρκούδες δεν αντέχουν τόσο ξύλο που θα φάω αν γυρίσω πίσω.»
Τα παιδιά λύθηκαν στο γέλιο αυτή τη φορά.
- Εσύ έχεις και ένα περισσότερο λόγο να θέλεις να μείνεις και τελικά από ότι φαίνεται, ενώ ήσουν ο άτυχος στην αρχή του ταξιδιού, τελικά, στο τέλος του είσαι ο ποιο τυχερός, του απάντησε γελώντας ο Ανος.
Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια και το ήξεραν, γιατί όλοι τους ήταν τυχεροί και άτυχοι μαζί. Ο καθένας τους μπορούσε να βρει μια δικαιολογία για να μείνει ή για να φύγει, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Το θέλω τους, το βαθύ τους θέλω είχε μόνο σημασία. Με τα πολλά αποσύρθηκαν για ύπνο. Δεν χρειαζόταν να διαλέξουν κρεβάτια, εκεί μπορούσαν να κοιμηθούν όπου και όπως ήθελαν. Εκεί κοιμόντουσαν αλλού!!! Την επόμενη μέρα το πρωί ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί στο τραπέζι τους για πρωινό. Σε λίγο κατέβηκε και η Κιράνα.
- Τελικά τι έγινε, αποφασίσατε αν θα παίξετε σήμερα ή αν θέλετε να γυρίσετε πίσω;
Τα παιδιά κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και ο ένας προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε αποφασίσει ο άλλος. Η Κίρα ξεκίνησε πρώτη.
- Η χώρα του αλλού είναι πολύ όμορφη, είναι τέλεια, είναι κάτι το απίστευτο. Αλλά εγώ θα γυρίσω πίσω και θα πω σε όλους για αυτή τη χώρα και τι έμαθα για να φτάσω εδώ και πως έφτασα και δεν με ενδιαφέρει πλέον αν θα με πιστέψουν ή όχι, γιατί αυτή τη χώρα εγώ την είδα. Και θα πω και για σένα Κιράνα, ότι είσαι η ποιο όμορφη και καλή γυναίκα που υπάρχει και μακάρι όλες οι γυναίκες του κόσμου να ήταν σαν κι εσένα όμορφες, γαλήνιες και χαμογελαστές. Αυτή είναι η δική μου απόφαση και την πήρα σήμερα το πρωί που σηκώθηκα.
- Και η δική μου ίδια είναι, είπε η Μάλι και τελικά όλοι είχαν πάρει την ίδια απόφαση. Να γυρίσουν πίσω και να πουν σε όλους για την περιπέτειά τους και να ξεκαθαρίσουν τελικά τα πράγματα σχετικά με την Κιράνα και τη χώρα του αλλού.
Η Κιράνα χαμογέλασε και τους είπε.
- Αν αυτή σας η απόφαση πηγάζει από την πραγματική σας βούληση, τότε θα είσαστε για πάντα στη χώρα του αλλού και αυτή η χώρα θα είναι πάντα μαζί σας. Και αυτό σημαίνει ότι, εδώ σε αυτή τη χώρα, βρήκατε αυτό που οι άλλοι δεν γνωρίζουν. Το θέλω σας και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να το δεχθώ. Και με αυτή την έννοια, κανείς δεν φεύγει ποτέ από τη χώρα του αλλού. Το δρόμο όμως τον γνωρίζετε για να γυρίσετε πίσω;
- Θα τον βρούμε όπως βρήκαμε και το δρόμο για να έρθουμε, απάντησε ο Κοράν.
Μαζί του συμφώνησαν όλοι.
- Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να σας ευχηθώ καλό ταξίδι. Αν και νομίζω ότι το μόνο μέσο που έχετε για να φύγετε από εδώ, είναι ένα όμορφο καράβι που σας περιμένει κάτω στην ακτή. Αλήθεια πως λέγετε το καράβι σας;
- Σινίτρα, απάντησαν όλοι μαζί.
- Ωραίο όνομα. Εσείς του το δώσατε;
- Ναι, ήταν το καράβι των ψυχών, βιάστηκε να απαντήσει ο Λίνος.
- Αυτό το ξέρω, αλλά εκείνο που δεν ξέρετε εσείς είναι ότι, στη χώρα του αλλού τα πράγματα παίρνουν το όνομά τους μόνα τους. Μόνα τους διαλέγουν τι όνομα θα πάρουν και μην παραξενευθείτε αν γυρίσετε πίσω και το καράβι σας έχει ήδη βαπτισθεί. Καλό ταξίδι και να μην ξεχάσετε ποτέ τη χώρα του αλλού.
Αυτά τους είπε και αποσύρθηκε χαμογελώντας στο δωμάτιό της. Τα παιδιά πήραν το δρόμο για την ακτή. Χαιρέτησαν όλους τους αλλού, όλους τους ανάποδους, χάιδεψαν τις ρίζες, τα λουλούδια, χοροπήδησαν στο ελαστικό έδαφος αλλά μια θλίψη ήταν μέσα στην ψυχή τους που θα άφηναν αυτή την όμορφη χώρα. Έτσι είχαν επιλέξει όμως. Έτσι είχαν αποφασίσει. Και είχαν μάθει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική επιλογή αν δεν είσαι διατεθειμένος να δεχθείς τις συνέπειες της επιλογής σου. Και η θλίψη που είχαν εκείνη τη στιγμή ήταν μια συνέπεια της επιλογής που έκανε ο καθένας για τον εαυτό του. Φτάνοντας στην ακτή τους περίμενε το καράβι τους. Όσο πλησίαζαν, το καράβι άρχισε να κουνάει τα πανιά του, οι άγκυρες άρχισαν να ανεβαίνουν μόνες τους και εκεί που ήταν σκούρο άρχισε να αλλάζει χρώμα και να γίνεται λευκό, και να γίνονται τα κατάρτια του χρυσά και να χρυσίζουν και τα πανιά του και τελικά μεταλλάχθηκε σε ένα πανέμορφο καράβι που ήταν έτοιμο να τα γυρίσει πίσω, τόσο όμορφο που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους. Και μόλις πλησίασαν κοντά του, το καράβι άρχισε να γυρίζει για να βάλει πλώρη για τη θάλασσα. Και μόλις γύρισε την άλλη του πλευρά, στο πλάι με μεγάλα γράμματα το καράβι είχε πάρει το όνομά του.
Τα παιδιά δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στην πλώρη του καραβιού, στο πλάι, με μεγάλα γράμματα ήταν γραμμένη μόνο μια λέξη.
Κ Ι Ρ Α Ν Α.
ΚΡΗΣΜΑ