Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

...ΞΥΠΝΗΣΕ...

Ξύπνησε.
Όχι όπως ξυπνούσε συνήθως με άγχος ή διάθεση για χουζούρι.
Ξύπνησε.
Ολοκληρωτικά κι άμεσα.
Ένα διάχυτο φως γύρω του κι απο κάτω, βράχος.
Ήταν γυμνός.
Ανακάθισε και για μια στιγμή νόμισε πως ονειρευόταν.
Για μια στιγμή όμως.
Δεν κρύωνε. Δεν ένοιωθε την ψύχρα που συνήθως συνοδεύει την ομίχλη που φαινόταν να περιτριγυρίζει τον βράχο.
Ο βράχος.
Στιλπνός, σκούρος, σχεδόν μαύρος. Έμοιαζε με μάρμαρο αλλά δεν ήταν παγωμένος και δεν είχε νερά στην επιφάνειά του.
Κοίταξε γύρω του. Ομίχλη και φως.
Πήγε σκυφτός στην άκρη του βράχου και κοίταξε κάτω. Φαινόταν να χάνεται μέσα στην ομίχλη μερικά μέτρα πιό κάτω. Κανένα πάτημα. Πήγε στην άλλη μεριά.
Το ίδιο.
Η απορία εναλλασόταν με τον φόβο. Γύρισε όλο το πλάτωμα του βράχου και είδε πως καμμία του μεριά δεν φαινόταν να έχει κάποιο πάτημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να κατέβει.
Που?
Κάθισε.
Έλεγξε την αναπνοή του. "Ηρέμησε" είπε από μέσα του. Μισοσηκώθηκε και εντελώς σκόπιμα έφτυσε μια ροχάλα κοντά στην άκρη. Την κοίταξε για λίγο και ξεκίνησε την ίδια διαδικασία έρευνας για πάτημα στις πλευρές του βράχου.
Σιγά σιγά.
Μεθοδικά.
Έφτασε δίπλα στη ροχάλα, την κοίταξε, σχεδόν οργισμένος που καθόταν εκεί και τον περίμενε απαράλαχτη με πριν. Κανένα αποτέλεσμα. Καμία οδός διαφυγής, κανένα πάτημα, κανένα σημείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να πιαστεί και να κατέβει πιό χαμηλά.
Που?
Που ήταν?
"ΕΕΕ!!!" φώναξε. Τίποτα. Καμία απάντηση. Ούτε καν μια ηχώ. Η φωνή του απλά χανόταν στον χώρο που έμοιαζε υπερφυσικά ατελείωτος. Σαν να ήταν μονωμένος ή πολύ ψηλότερα απ'οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να αντανακλάσει τον ήχο που έβγαλε. Ξαναπροσπάθησε αλλά χωρίς να αλλάξει κάτι.
Που ήταν?
Που στα σκατά ήταν?
Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε έντονα γύρω προσπαθώντας να διακρίνει κάτι. Οτιδήποτε. Τα μάτια του φαινόταν πως δημιουργούσαν σχέδια πάνω στον σχεδόν λευκό φόντο της ομίχλης. Τα αγνόησε. Ήταν σαν να βρίσκονταν στη μέση μιας σφαίρας φτιαγμένης εξ ολοκλήρου από φωτεινή ομίχλη. Με μοναδική εξαίρεση τον βράχο.
Κοίταξε πάλι κάτω.
Κι εκεί φως.
Ήταν σαν ο βράχος να αιωρούνταν μέσα σε σύννεφο ή να στένευε όσο κατέβαινε. Θα μπορούσε να ήταν και μια κολόνα. Απέρριψε τη σκέψη σαν παράλογη. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε κάτι τέτοιο ή κάτι παρόμοιο και το ήξερε πολύ καλά. Κι όμως κοιτώντας προς τα κάτω είχε την εντύπωση πως ο βράχος διατηρούσε το πάχος του. Μετά κατάλαβε πως τα μεγέθη χωρίς σημείο αναφοράς σε ξεγελούν.
Ο βράχος.
Ένα πλάτωμα γύρω στα δέκα μέτρα πάνω κάτω, σχεδόν κυκλικό. Κανένα σημάδι, κανένα κοίλωμα, καμία ρωγμή. Η επιφάνειά του ήταν περίπου επίπεδη σαν φαγωμένη από βροχή ή άνεμο και άμμο. Σαν τα πιτάκια από πλαστελίνη που φτιάχνουν τα παιδιά. Πήγε πάλι στην άκρη και χτύπησε με το χέρι του τη γωνία προσπαθώντας να σπάσει ένα κομμάτι. Δοκίμασε με το πόδι του αλλά και πάλι τίποτα. Κοίταξε γύρω για ένα πιό λεπτό κομμάτι γωνίας.
Τίποτα.
Ξανακάθισε κάτω και το παράλογο του όλου πράγματος φούσκωσε και με όλο του το βάρος έπεσε πάνω του. Ολόγυμνος πάνω σε έναν επίπεδο βράχο μέσα στα σύννεφα. Είχε τρελαθεί? Φαντασιωνοταν? Είχε παραισθήσεις? Πόση ώρα είχε περάσει από τότε που ξύπνησε? Που ήταν? Γιατί ήταν εδω?
Ποιός?
Ποιός ήταν?
Κατέρρευσε κι έκλεισε τα μάτια. Κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση με τα χέρια του να καλύπτουν το πρόσωπό του κι έβαλε τα κλάματα, αδιάφορος για τους λυγμούς του ενώ παράλληλα ήξερε (πως?) ότι είχε πάρα πολύ καιρό να κλάψει έτσι. Αφέθηκε ολοκληρωτικά στην απελπισία του ενώ ένα ερώτημα γυρνούσε ξανά και ξανά στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Γιατί?
Γιατί ήταν εδω?
Ξύπνησε πάλι. Αυτή τη φορά θυμόταν το πρίν. Θυμόταν που ήταν. Θυμόταν τις προσπάθειές του να βρει κάτι που θα τον βοηθούσε να ... Να, τι? Να φύγει απο τον βράχο? Σχεδόν γέλασε με την ανοησία του. Σηκώθηκε πιασμένος και πλησίασε το κέντρο του βράχου. Γύρω του, τα σύννεφα και το φως δεν φαινόταν να έχουν αλλάξει.
Πάτησε στο κέντρο.
Μια σκέψη πέρασε απ'το μυαλό του. Στάθηκε ίσια, άπλωσε τα χέρια και έκλεισε τα μάτια. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε μια νότα.Για μια στιγμή όμως.
Ένοιωσε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα.
Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να ανοίξει τα μάτια του. Πήρε μια βαθειά ανάσα και την έβγαλε αργά, πολύ αργά...
"Πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει?"
Μια αίσθηση σαν μικρότατες ηλεκτρικές εκκενώσεις άρχισε να ανεβαίνει από τις πατούσες του προς τα πάνω.
Έριξε το κεφάλι του πίσω.
Προσπάθησε να ξαναπαίξει στο κεφάλι του την νότα που νόμισε πως άκουσε. Σαν από πολύ μακριά η νότα ακούστηκε.
Δεν έκανε λάθος.
Την άκουγε καθαρά τώρα.
Η αίσθηση των μικρών εκκενώσεων είχε προχωρήσει στους μηρούς του, στην κοιλιά, στην πλάτη, στο στήθος ...
Μια δεύτερη νότα ήρθε να κάνει παρέα στην πρώτη.
"Ματζόρε", σκέφτηκε.
Με τα μάτια ακόμα κλειστά ένοιωθε όλο του το δέρμα να ακτινοβολεί.
Αργά, σιγά, κατάλαβε.
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε, σχεδόν αδιάφορα, κάτω τον βράχο να απομακρύνεται ...
Χαμογέλασε.


Νικολας

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

" Η Εύα και το φίδι "








Το φίδι πλησίασε την Εύα, αργόσυρτα και γλυκά σφυρίζοντας.
Την κοίταξε με τα γυαλιστερά του μάτια, βλέμμα λάγνο, γεμάτο πόθο, καθήλωσαν την αθωότητα της.
Η γλώσσα του διχαλωτή, μπέρδευε το μυαλό της. Ο διχασμός του δύο, γυάλινα μάτια ,άδεια, σαν καθρέφτες. Την έβλεπε ανάποδα, μέσα από τον καθρέφτη των ματιών του κι εκείνη μαγνητιζόταν. Την καθήλωνε αυτό το βλέμμα , δεν μπορούσε να κάνει ούτε μπρος ούτε πίσω,  έμενε εκεί να κοιτάζει . Ψάχνοντας να βρεί κάτι γνώριμο το κοίταζε όλο και πιο βαθιά στα μάτια.
Όλα τα πλάσματα είναι ίδια της είχαν πει, παιδιά της ίδιας δημιουργίας, του ίδιου θεού, με ανάσα ζουν όλα, με την ίδια πνοή.
Το φίδι παρέμενε εκεί σταθερά,  απέναντί της.
" Σε γνωρίζω, της είπε, βλέπω κάτι που εσύ δεν βλέπεις, αναγνωρίζω σε σένα μια σπάνια ομορφιά . Αναρωτιέμαι πόσο όμορφη θα είσαι  αν γυρίσεις ανάποδα, πόσο θελκτική και όμορφη θα φαινόταν η πηγή σου κι εγώ διψάω πολύ , σέρνομαι στα πόδια σου, υποτάσσομαι στην ομορφιά σου, σε ικετεύω να μου δώσεις έστω και μια σταγόνα σου. Σ’ ανακηρύττω βασίλισσα μου, η ομορφιά και το μεγαλείο σου με θάμπωσε και με μάγεψε . "
Όσα εκείνη ονειρευόταν να ακούσει απο κάποιον τώρα ήταν αλήθεια . Κάποιος έβλεπε μέσα της τους πιο κρυφούς της πόθους , άκουγε τις σκέψεις της και της έλεγε ότι πάντα ήθελε να ακούσει.
Κάθε σκέψη του, κάθε φράση του, χτυπούσε το κέντρο της, άρχισε να νιώθει αστάθεια, 
υπνωτισμός. Ζαλίστηκε, τα λόγια του την μπέρδευαν , έμοιαζαν αληθινά και παρ’ όλο που κάτι μέσα έλεγε ότι δεν είναι έτσι, ήταν αδύνατον να μετακινηθεί. 
"Δεν έχεις άλλο δρόμο της είπε, εδώ είναι το βασίλειό μου , δεν θα σ’αφήσω να φύγεις, μόνο μαζί μου θα είσαι ευτυχισμένη. Μετά από μένα δεν υπάρχει τίποτα. Εγώ είμαι όλα για σένα , κανείς δεν θα μπορέσει να σε πάρει απο μένα , μου ανήκεις . Δοκίμασες το δηλητήριό μου και μ’αυτό μπήκες στον κόσμο μου. Το δηλητήριο του πόθου , της λαγνείας , της ηδονής . Δεν έχεις άλλο δρόμο." Αντηχούσαν τα λόγια του στ’ αυτιά της. Ο διχασμός του φιδιού, τα γυάλινα μάτια, η διχαλωτή γλώσσα.
Υπνωτισμός . 
Άγνωστος κόσμος, μαύρος, κατάμαυρος, κατράμι. Άγνωστα όλα μα συνάμα δελεαστικά. Το δηλητήριο απειλητικό, η μυρωδιά του θανάτου, η επιστροφή , κλωθογύριζαν στο μυαλό της. Σύγχυση, μπέρδεμα, αναταραχή, κενό στο στομάχι . Το κέντρο της συνέχιζε να πάλλεται.
Κενό, χάος, άδειασμα. 
Υπνωτισμός. 
Η πόρτα είχε παραβιαστεί, ο διαρρήκτης εισχώρησε, κατακτώντας μια θέση μέσα της. Εκείνος οδηγούσε, την καθοδηγούσε.
"Θα κάνεις ότι λέω εγώ, τον άκουγε μέσα στο βαθύ της ύπνο να λέει. Εγώ είμαι η δύναμή σου. Εγώ είμαι ο κυρίαρχός σου, σε κυβερνώ τώρα και συ δεν μπορείς ν’αντισταθείς. Γεύομαι τους καρπούς σου, πίνω απ' την πηγή σου, παίρνω ζωή, ποτέ δεν θα σ’αφήσω να φύγεις. Είσαι δική μου, μόνο δική μου."
Όχι, ήθελε να φωνάξει, όχι, όχι. Κι όμως φωνή δεν βγήκε κι ενώ σκεφτόταν το όχι, έπραττε στο ναί.
Υπνωτισμός, γυάλινα γαλάζια μάτια, διχαλωτή γλώσσα. Αντικατροπισμός του εαυτού της. Λόγια χωρίς ουσία, χωρίς νόημα , μισές αλήθειες , αντεστραμμένες αλήθειες. Ψευδής έρωτας ,σκέψεις μπερδεμένες, ανάκατες, βαριά η ανάσα. 
Ο παράδεισος είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Δεν θυμόταν πια. Άλλα σκεφτόταν, άλλα ένιωθε, άλλα έκανε. 
Αδυναμία, ατονία, βαριά τα πόδια, καμιά αντίσταση.
Ψευδής έρωτας , ψευδαισθήσεις , αντανακλάσεις ενός αληθινού κόσμου μέσα απο γυάλινο πρίσμα. 
Αντεστραμμένη πραγματικότητα , διαστρεβλωμένη .Ο παράδεισος έσβησε. 
Υπνωτισμός.