Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Το αντίο της μάνας στο γιο: "Aγαπημένε μου πρίγκηπα" | tsantiri
www.tsantiri.gr

«Αγαπημένε μου πρίγκηπα. Ετσι σε ένοιωθα από την πρώτη στιγμή που σε είχα μέσα στην κοιλιά μου. Από την αρχή που γεννήθηκες βιαζόσουν. Ο γιατρός είχε πει ότι θα γεννηθείς Αύγουστο και εσύ γεννήθηκες τον Ιούλιο. Ακόμα και μέσα στο νοσοκομείο είχες κερδίσει τις νοσοκόμες. Όταν ξεκίναγες να κλαις έτρεχαν όλες οι νοσοκόμες να σε πάρουν αγκαλιά γιατί δεν μπορούσε καμία να σου χαλάσει χατήρι. Αυτός είναι ζόρικος μου έλεγαν οι νοσοκόμες δεν θα τα τα βγάλεις εύκολα πέρα μαζί του. Είναι τσαμπουκάς και θα κάνει αυτό που θέλει.Τα κατάφερε και του έχουμε ολες αδυναμία.

Ετσι και έγινε. Από μικρός όπου και να ήσουν κέρδιζες τις εντυπώσεις. Ησουν πολύ όμορφος και το έλεγαν όλοι. Όταν τους χαμογελούσες νόμιζες ότι φωτίζει ο κόσμος γύρω. Από μικρούλι στην πλατεία που πηγαίναμε όλοι περιμένανε τον Σκάρο να παίξει μαζί τους. Όλα τα παιδάκια σε ακολουθούσαν. Τους έδινες χαρά. Στις τρέλες πρώτος. Αυτοκινητάκια, ποδήλατα, όλα τα παιχνίδια του Θεού στα πόδια σου. Ανοιγαν οι Ουρανοί και σε έβρεχαν με δώρα. Από μικρός ζωγράφιζες. Πάντα αποτύπωνες με τον δικό σου τρόπο αυτά που ένοιωθες μέσα σου με χρώματα και σχέδια. Εδειχνες να έχεις όνειρα για τον κόσμο. Ζωγράφιζες όμορφα πράγματα που έκανες τον άλλον να νοιώθει ότι υπάρχει και κάτι καλύτερο από αυτό που βλέπουμε. Στην εκκλησία παπαδάκι με χιλιάδες σκανταλιές και πειράγματα στους άλλους.

Όταν ερωτεύτηκες το πρώτο κοριτσάκι στο δημοτικό με είχες στείλει να τις πάρω λουλούδια για να τις τα πας. Της είχε γράψει ένα μικρό γραμματάκι ακόμα το φυλάω. Κύκλωσε με ναι η με όχι αν με θέλεις. Αν πεις ναι οκ αν πεις όχι δεν θέλω να σε ξέρω. Ακόμα γελούσες με αυτό το γραμματάκι. Ριψοκίνδυνος από μικρός, ποδήλατα, αργότερα σκετμπορντ και από τα 14 οδηγούσες αμάξι. Στο έδινε ο δεύτερος πατέρας σου όπως τον αποκαλούσες ο αγαπημένος σου φίλος ο Γιώργος ο Ιωαννίδης. Η μεγάλη σου αγάπη οι μηχανές και η ταχύτητα. Λες και ήθελες να πιάσεις τον χρόνο να τον σκλαβώσεις. Μάνα όταν τρέχω είμαι εγω είμαι ο εαυτός μου. Εγω φοβόμουν φώναζα αλλά το έπαιζα γενναία. Ήμουν περήφανη που δεν φοβόταν τίποτε.

Επειδή ήθελα να μάθεις πολλά πράγματα και να σε καλλιεργήσω όπως σου έλεγα συνέχεια. Από μικρό μέχρι και στα 15 σου χρόνια πήγαινες στο κυκλαδίτικο μουσείο και στην σχολή ζωγραφικής στην κυρία Πλαγιάννη την αγαπημένη σου δασκάλα έτσι την έλεγες και ηθελες να δώσεις Καλών Τεχνών. Φορούσες το παπιονάκι σου γιατί πάντα ήθελες να ντύνεσαι με γούστο και πηγαίναμε. Ελεγες καλημέρα σε όλους τους ανθρώπους στο μουσείο και μετά μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά στην κυρία Γιαλουράκη στην δασκάλα σου. Πάντα έμενες τελευταίος για να βοηθάς τον κυριο Μίλτο για να καθαρίσετε τον χώρο. Μου έλεγες μαμά να αργήσεις να έρθεις να με πάρεις να πιείτε πολλούς καφέδες με τον κύριο Κώστα έχουμε δουλειά εδώ να φτιάξουμε τον χώρο που έχουμε λερώσει με τα παιδιά. Μετά πηγαίναμε στον κήπο και στο τέλος καταλήγαμε στο μοναστηράκι. Οποιον φτωχό έβλεπες ήθελες να του δίνεις χρήματα και να τον βοηθάς. Μαμά άμα μεγαλώσω θα φτιάξω ένα σπίτι και να βοηθάω τους γέρους και τους φτωχούς.

Τελειώνοντας το δημοτικό ο δάσκαλος σου ο κος Γιάννης Μαραγιάννης σε εμπιστεύτηκε και σου ανέθεσε να κάνεις όλα τα σκηνικά της θεατρικής παράστασης αλλά και να παίξεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Καραισκάκη. Ο δάσκαλος που είπε κυρία Μπέλλα το παιδί σας είναι ξεχωριστό. Δεν έχω συναντησει άλλο τέτοιο παιδί. Χρειάζεται ειδική μόρφωση και να το πάτε σε πολύ καλό σχολείο για να προχωρήσει. Εχει ιδιαίτερη ευφυία. Κύριε Γιάννη του λέω τον πήγαινα σε ιδιωτικό και έφυγε από μόνος του. Τελικά ακολουθώντας την συμβουλή του τον γράφω σε ένα καλό ιδιωτικό. Πήγαμε την πρώτη ημέρα και ο Γιάννης ήταν μαγκωμένος. Τον κάνανε αμέσως δεκτό. Την άλλη ημέρα στις 6 το πρωί έρχεται ο Γιάννης στο κρεβάτι μου γονατιστός και μου λέει μαμά θέλω να σου μιλήσω.

Σε παρακαλώ πέφτω στα πόδια σου σε ικετεύω. Μην με πας σε αυτό το σχολείο είναι όλα τα παιδιά βουτυρομπεμπαίδες εγώ θέλω να είμαι με τα παιδιά της αληθινής ζωής. Μαμά η ζωή είναι εκεί έξω και εγω θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα. Ετσι πήγαμε στο γυμνάσιο το 47 της οδού Λευκωσίας. Και την πρώτη ημέρα κιόλας που πάτησες το πόδι σου πήρες αποβολή γιατί μαζί με τους κολλητούς σου ρίξατε αμπούλα στον καθηγητή έτσι για να σας θυμάτε. Μετά από μερικές ημέρες έγιναν εκλογές στο σχολείο και χωρίς καλά καλά να σε γνωρίζουν και για πρώτη φορά ένα παιδάκι που ήρθε σχεδόν από το δημοτικό έγινε Πρόεδρος όλου του σχολείου. Η ενέργεια σου μεγάλη, οι σκανταλιές σου ακόμα ποιο μεγάλες. Τσακωνόμαστε γιατί σου έλεγα ότι ήθελα να ήσουν ένα καλό παιδί στην κοινωνία. Και μου έλεγες μην στεναχωριέσαι ρε μάνα δεν κάνω τίποτε ταρακουνάω μόνο τα νερά αυτής της βαρετής κοινωνίας των πρέπει και του καθωσπρεπισμού. Πως εσύ που διαβάζεις πολύ και είσαι σ δεν το βλέπεις. Όλα είναι ψεύτικα εδώ από τις σχέσεις των ανθρώπων μέχρι ο κόσμος μας. Χαιρετούσες όλον τον κόσμο που σε έβλεπε φώναζες από μακριά αν δεν σε έβλεπαν. Πήγαινες κοντά τους φίλαγες τους ρώταγες τι κάνουν. Πάντα με το χαμόγελο με την πλάκα με την ζεστασιά με το φως που έδινες. Μερικές φορές τσακωνόσουν κιόλας. Εγω σου φώναζα και σε μάλωνα και μου έλεγες όπως μαμά δίνω την καρδιά μου χρειάζεται να τους τα λέω αμεσα και να μην κοροιδεύω για αυτά που νοιώθω. Ησουν πάντα ριψοκίνδυνος, δεν φοβόσουν τίποτε. Ανέβαινες στις μηχανές, έκανες σούζες, φλερτάριζες συνέχεια με τον θάνατο

. Ολο με ρωτούσες μαμά εσύ που τα ξέρεις αυτά και είσαι σοφή πές μου τι γίνεται μετά που πεθαίνουμε. Διάβασε εσύ που είσαι σοφή να μου πεις. Ψάξε και πές μου θέλω να ξέρω. Μαμά θέλω να ξαναβρεθούμε μου είπε μια μέρα κλαίγοντας δεν θέλω να σε χάσω ούτε εσένα ούτε τον μπαμπά ούτε την αδελφή μου ούτε την γιαγιά. Σας θέλω όλους ίδιους πάλι να είμαστε όλοι μαζί. Σε παρακαλώ αυτό δεν το αντέχω. Από μικρό σε απασχολούσε ο θάνατος λες και ήξερες ότι θα φύγεις νέος. Για αυτό πάντα βιαζόσουν. Μάνα γρήγορα που έλεγες δεν έχουμε χρόνο. Θέλω όλα να τα κάνω. Καλά παιδί μου σου έλεγα. Πάντα το ξέραμε και οι δύο μας από μέσα μας χωρίς όμως να το συνδοτοποιούμε ότι θα φύγεις. Πές μου μαμά πως είναι εκεί στον θάνατο. Ένα πέρασμα του έλεγα. Πάντα μαζί θα είμαστε μόνο το σώμα μας φεύγει όλα τα άλλα μένουν. Πάνω από όλα η αγάπη υπάρχει και την κουβαλάμε πάντα για αυτό αγάπα όσο μπορείς όλους και όλα. Μανούλα μου φώναζες από μακριά. Μαμά σε αγαπώ. Μου το έλεγες συνέχεια. Όταν τσακωνόμαστε μου έλεγες. Μαμά έλα να αγκαλιαστούμε δεν θέλω μούτρα σε παρακαλώ.

Πάντα ήσουν πατριώτης λάτρευες την Ελλάδα. Μάνα μου έλεγες δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από την Ελλάδα. Όταν είχαμε πάει στην Αμερική και γυρίσαμε πίσω την πρώτη φορά μικράκι ήσουν ακόμα. Με το που πατήσαμε το πόδι μας στην Ελλάδα έσκυψες και φίλησες το χώμα. Σε έκαναν δεκτό σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στην Αμερική για τα σχέδια σου αλλά εσύ τελικά δεν πήγες. Είμαστε Αμερική όταν μάθαμε ότι σε κάλεσαν να πας στρατό. Πρώτη φορά έβλεπα παιδί να κάνει τόση χαρά. Πήδαγες και φώναζες ότι θα πας στον στρατό. Δεν κρατιόσουν με τίποτε. Εγω μέσα μου θλιβόμουν. Ενοιωθα ότι τα δικά μου όνειρα που νόμιζα ότι ήταν και δικά σου δεν θα γινόντουσαν ποτέ. Δεν αντέχω μακριά της μόνο εδώ είναι η ζωή μου έλεγες. Για αυτό πήγες στα αλεξίπτωτα. Τι να σας πως μου έλεγε ο Διοικητής αυτό το παιδί πριν προλάβουμε να ανοίξουμε την πόρτα αυτός πηδάεικαι δεν φοβάται τίποτε. Εγώ μαμά πρώτος θα βάλω την σημαία στην Αγιά Σοφιά θα τους νικήσουμε τους Τούρκους θα πάρουμε πίσω την πόλη. Θα μου την δώσει ο Θεός αυτή την χάρη. Μετά πήγες στην Αστυνομία και εκεί πάλι βγήκες μέσα στους πρώτους. Μετά έφυγες και από εκεί και ήθελες να κάνεις ναυτιλιακά.

Εμπιστευόσουν τους ανθρώπους, τους λάτρευες, τους φιλοξενούσες. Ερχόταν συρφετός στο σπίτι από νέα παιδιά καινούργια που ούτε καν τα ήξερα. Θύμωνα καμμιά φορά βρε γιαννάκη του έλεγα. Οποιον γνωρίζεις τον φέρνεις σπίτι. Ναι μαμά οι άνθρωποι είναι καλοί μην τους φοβάσαι εσύ μου τα έμαθες όλα αυτά. Τώρα τι έπαθες και είσαι αφιλόξενη.
Πακιστανοί, μαύροι όλος ο κόσμος. Μιλούσε Αλβανικά . Του έλεγαν έλα στην Αλβανία θα σε κάνουμε Πρόεδρο είσαι δικός μας άνθρωπος.

Μάλλον το ήξερες ότι θα φυγεις και ήθελες να ζήσεις. Πριν το ατύχημα κάθε ημέρα διασκέδαζες, έβγαινες, το τηλέφωνο χτύπαγε κάθε 2 λεπτά. Ηθελες να τους βοηθήσεις όλους. Μαμά βάλε μια από τις γνωριμίες σου να βοηθήσουμε τον τάδε φίλο τον άλλον τον παράλλο. Ότι είχες το μοιραζόσουν. Ότι του έλεγα για να κάνει το έλεγε παντού το μοιραζόταν, ήθελε να το δώσει και στους άλλους.
Ντυνόσουν πάντα με στυλ. Αγαπούσες τα παπούτσια, τα όμορφα ρούχα. Τις κολώνιες, τα γιαλιά ηλίου. Ολο αντάλλαζες ρούχα με τους φίλους σου.

Η μεγάλη σου αγάπη τα κορίτσια. Μαμά σε άλλη ζωή πρέπει να ήμουν μαχαραγιάς στην Αραβία. Για κοίταξε το λέει το ωροσκόπιο μου. Τις αγαπάω πολύ αλλά για κοίτα το χάρτη της ταιριάζω. Τον τελευταίο καιρό είχες γνωρίσει την Κωνσταντινούλα, Μαμά μου έλεγες εγώ εδώ θα αράξω και θα κάνω και ένα μωρό πρώτα τον Χριστάρα και μετά την Μπελλίτσα και αμα μπορέσουμε θα κάνω και τρίτο τον Μανωλάκη γιατί είναι και αυτός σαν πατέρας μου. Είμαι ευτυχισμένος μαζί της ταιριάζουμε. Το καλοκαίρι θα πάω στην Ελαφόνησο και μετά θα πάμε στην Ικαρία. Εκεί είναι η πατρίδα μου την λατρεύω θα χορεύω τον Καριώτικο.
Το ατύχημα έγινε στις 2.2 στις 2.10 τα ξημερώματα. Πάλεψες σαν παλλικάρι και κέρδισες την μάχη με τον θάνατο. Εχασες τον φίλο σου πήγες και έκανες τατουάζ στο χέρι με το όνομά του. Με ρώταγες μάνα που είναι ο Κώστας θα τον βρω για πες μας εσύ που ξέρεις τι θα γίνει. Μάνα πές μου για το πέρασμα που μου έλεγες θα τον βρω μετά. Ναι παιδί μου του έλεγα τίποτε δεν χάνετε.

Ολη σου την ζωή ήθελες την γρηγοράδα σαν να μην είχες καταλάβει ότι εδώ η ζωη στην γη είναι αλλοιώς. Αγαπούσες τις μηχανές γιατί σου έδινες την γρηγοράδα των Αγγέλων Είχες την πίστη και την αφέλεια των Αγγέλων. Εμπιστευόσουν τους πάντες. Φοβόσουν τον θάνατο επειδή είχες καταλάβει ότι εδώ είμαστε πεθαμένοι. Εκεί είναι η ζωή όχι εδώ.

Πήρες τόσο πολύ αγάπη από όλους. Κέρδιζες παντού όλοι σε αγαπούσαν και σε ήθελαν. Ηθελαν την παρέα σου το χαμόγελό σου. Μπορεί να μάλωνες αλλά στο τέλος συμφιλιωνόσουν. Μάνα μην θυμώνεις με κανέναν όλοι άνθρωποι είμαστε μου έλεγες.Είμαστε όλοι καλοί. Δειχνουμε κακοί και σκληροί από έξω για να προστατευόμαστε. Και εγω που σου φωνάζω και σένα και στον μπαμπά μέσα μου δεν αλλάζει τίποτε.Αλλά είσαι ξανθιά και με νευριάζεις και ο μπαμπάς τα ίδια. Αλλά να θυμάστε σας αγαπάω πολύ.

Συγνώμη αν σε έχω στεναχωρήσει μανούλα και όλους σας μου είπε την Κυριακή που ήθελε όπωσδήποτε να κοινωνήσει. Στην κοπέλα του είπε θέλω στην κηδεία μου να φοράτε όλοι άσπρα. Τι βλακείες λες του είπε η Κωνσταντίνα.Κάνε αυτό που σου λέω.

Αγόρι μου ήρθες από τον Παράδεισο κατευθείαν για να μας διδάξεις πως είναι εκεί. Για να μας ξυπνήσεις , να μας φωτίσεις, να μας δειξεις τον αληθινό κόσμο.

Ελεγα ο γιός μου και ΦΩΤΙΖΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ. ΕΛΕΓΑ ΘΑ ΣΑΣ ΓΝΩΡΙΣΩ ΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΕΤΑΙ. ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΚΑΜΑΡΙ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ ΗΡΘΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΠΟΙΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ. ΕΙΜΑΙ Η ΠΟΙΟ ΤΥΧΕΡΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΖΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΖΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ.
ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ. ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΣΥΜΠΑΝ ΟΠΩΣ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ
Η ΠΕΜΠΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ. ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣ ΤΟ 2012 ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ. ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΒΑΘΕΙΑ ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ. ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΑΣΜΑ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣ. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΑ ΗΞΕΡΑΝ ΟΛΑ. ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΕΙΧΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.

ΘΕΛΩ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ ΜΟΥ ΚΑΡΔΙΑ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΦΗΝΕΙ Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ. ΑΝΟΙΞΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΣΑΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΑΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΥΜΟ Η ΜΕ ΕΙΧΑΝ ΒΛΑΨΕΙ.

ΣΥΓΝΩΜΗ ΑΝ ΕΧΩ ΠΛΗΓΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΠΟ ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΣΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΕΜΕΝΟΙ.
ΓΙΕ ΜΟΥ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΗΡΘΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ Μ ΟΥ ΦΩΤΙΖΕ ΜΑΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ»