Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

ΚΙΡΑΝΑ- Η χώρα του αλλού- 16ο μέρος - Η χώρα του αλλού

16ο μέρος
                                                   



                                                              Η χώρα του αλλού
     
Η Σινίτρα ήταν μέρος της θάλασσας. Δεν έπλεε στη θάλασσα, ήταν μέρος της. Ήταν δικό της κομμάτι. Δεν μπορεί να υπάρξει θάλασσα χωρίς της σινίτρα της. Τα πανιά ακολουθούσαν τον αέρα και η τιμονιέρα εναρμονιζόταν με τα πανιά και την κίνησή τους. Η ψυχή αυτού του πλοίου ήταν ο χρόνος. Η ήλη αυτού του πλοίου ήταν ο χρόνος. Ο πραγματικός χρόνος που πέντε παιδιά είχαν κατορθώσει να κερδίσουν λόγω της πίστης τους στη φαντασία τους ότι, κάπου, σε μια χώρα του αλλού, υπάρχει ένα όμορφο καράβι που το έλεγαν Κιράνα και ότι το δρόμο για το καράβι αυτό έπρεπε να τον βρουν και να τον δείξουν σε κάθε παιδί του κόσμου.

Η χώρα του αλλού, τους ήταν άγνωστη. Ο γέρος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για αυτή. Κανείς δεν είχε πάει ποτέ στη χώρα του αλλού, αλλά μήπως κανείς είχε δει ποτέ το Ηλ ή τη χώρα του Σεμπίν; Ή μήπως κανείς είχε αντιμετωπίσει τον καπετάνιο Σόζερ; Αν ήταν έτσι, ο Σόζερ δεν θα υπήρχε. Τα παιδιά δεν χρειαζόταν να κάνουν απολύτως τίποτα. Ήδη είχαν κάνει πάρα πολλά. Έπαιζαν χαρούμενα στο καράβι, χαιρόντουσαν με κάθε τι που υπήρχε σε αυτό. Όλα κινιόντουσαν μόνα τους, όλα είχαν το δικό τους χρόνο και τη δική τους κίνηση. Τα παιδιά, απλά, βρισκόντουσαν σε αυτό το χρόνο και απολάμβαναν τις “ζαβολιές” του.
Ο αέρας έδειχνε την κίνησή του, την έδειχνε στα πανιά. Η θάλασσα το ίδιο. Είχε τους δικούς της κυματισμούς, ο ουρανός ήταν γαλανός και το βράδυ χιλιάδες αστέρια τον στόλιζαν. Αλλά όλα αυτά πρέπει να έχεις το χρόνο για να τα δεις. Γιατί χωρίς το χρόνο τους, δεν υπάρχουν. Ο χρόνος είναι παντού. Το θέμα είναι αν εμείς μπορούμε να είμαστε μαζί του!!! Και αυτά ήταν μόνο όσα μπορούσαν να δουν εκείνη τη στιγμή, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν και άλλα που δεν τα έπιανε το παιδικό τους μάτι, ακόμα.
- Ακόμα πιστεύεις ότι θα φας ξύλο από τον πατέρα σου Λίνο; τον ρώτησε χαμογελώντας ο Κοράν.
- Αυτό δεν με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Είναι το τελευταίο πράγμα που σκέπτομαι και για την ακρίβεια δεν το σκέπτομαι καθόλου. Εκείνο που θέλω να δω, γρήγορα, είναι η χώρα του αλλού. Θα πρέπει να είναι πολύ όμορφη χώρα.
- Αλήθεια, πως θα την καταλάβουμε Κίρα; ρώτησε ο Ανος.
- Ότι ξέρετε, ξέρω. Η ιστορία του γέρου τελειώνει εδώ. Σας το είπα, δεν μου είπε τίποτε παραπάνω. Ο γέρος μας έφερε μέχρι εδώ, από δω και πέρα είναι δική μας δουλειά να βρούμε την Κιράνα. Απλά είπε ότι η σινίτρα θα μας πάει κατευθείαν στη χώρα του αλλού. Τίποτε άλλο.
Τα παιδιά χαμογέλασαν. Ήταν σίγουροι ότι αργά ή γρήγορα θα καταλάβαιναν ποια θα ήταν η χώρα του αλλού. Το ταξίδι ήταν μαγευτικό. Δελφίνια συνόδευαν το καράβι, φάλαινες έβγαζαν το νερό τους και φρόντιζαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ακόμα και γοργόνες έβγαιναν από τα βάθη της θάλασσας και τους χαιρετούσαν. Αλλά πουθενά στεριά. Δεν γνώριζαν μέρες, ώρες, βδομάδες, ο χρόνος που ήξεραν δεν είχε καμία απολύτως σημασία, τους ήταν άχρηστος. Γνώριζαν μόνο την κάθε στιγμή πάνω σε αυτό το καράβι. Αλλά όσο και αν βιαζόντουσαν να φτάσουν στη χώρα του αλλού, στεριά πουθενά.
- Θα πρέπει να είναι πολύ μακριά αυτή η χώρα… άρχισαν να αναρωτιούνται.
- Τι είναι το μακριά και το κοντά; ρώτησε ο Κοράν. «Πόσο μακριά και πόσο κοντά είμαστε εδώ και από πού; Δεν υπάρχει μακριά και κοντά, υπάρχει μόνο το ταξίδι. Τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Δεν μπορώ να σας πω πόσο μακριά και πόσο κοντά από τη χώρα του αλλού είμαστε, ακόμα και να γνώριζα που είναι η χώρα αυτή. Μπορεί κανείς να πει με σιγουριά πόσο κοντά ή πόσο μακριά είμαστε από κάπου αλλού;
Κανείς τους δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν, απλά, να φτάσουν στον προορισμό τους. Σε αυτό το απίστευτο ταξίδι με τη Σινίτρα έμαθαν πολλά πράγματα. Και τα έμαθαν με το δικό τους τρόπο. Έμαθαν ότι τα τιμόνια από τα καράβια μπορούν να κατευθύνουν μόνα τους το πλοίο γιατί γνωρίζουν καλύτερα πως να κινηθούν, οι πυξίδες δείχνουν καλύτερα, μόνες τους, τη σωστή κατεύθυνση γιατί γνωρίζουν που να οδηγήσουν το καράβι, τα πανιά κάνουν καλύτερη δουλειά μόνα τους γιατί μπορούν ελεύθερα να ρουφάν τον αέρα, άλλωστε για να ρουφάν τον αέρα έχουν σχεδιαστεί, τα σχοινιά δένουν καλύτερα τα πανιά, μόνα τους, γιατί δεν τα σκίζουν, δεν τα τραυματίζουν αλλά χρησιμοποιούν μόνο όση δύναμη χρειάζεται, το κατάστρωμα καθαρίζει καλύτερα, μόνο του, γιατί χαίρεται να βγάζει μόνο ότι περιττό υπάρχει σε αυτό χωρίς να χρειάζεται να γρατζουνιέται κάθε φορά που κάποιο χέρι αγριεύεται πάνω του, και κάθε τι πάνω στο καράβι έχει τη δική του ζωή, τη δική του κίνηση, το δικό του χρόνο. Κάθε εξωτερική παρεμβολή θα χαλάσει την αρμονία της κίνησής του και τότε οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά. Έμαθαν ότι η θάλασσα έχει τη δική της ζωή, το δικό της βασίλειο και ότι μπορείς, μόνο, να παρατηρείς αυτό το βασίλειο και να χαίρεσαι την ομορφιά του και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνεις στους νόμους του και να τους αλλάζεις. Έμαθαν ότι υπάρχουν γοργόνες και ότι οι μεγάλοι τους έλεγαν ψέματα όταν προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι οι γοργόνες ήταν κάτι που αποτελούσε παιδική φαντασία. Έμαθαν ότι τα δελφίνια μιλάνε και τους αρέσει να παίζουν με τα παιδιά, έμαθαν ότι ο αέρας φαίνεται και δεν είναι άχρωμος, είναι λευκόχρυσος αστραφτερός και πάλλεται μέσα από τις εκατομμύρια μπαλίτσες που έχει και αποτελούν την ήλη του και έμαθαν το πραγματικό του όνομα. Τους το είπε ο ίδιος ο αέρας όταν μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί του. Λέγεται αιθέρας. Έμαθαν ότι υπάρχει το αστρικό φως γιατί το είδαν, το χάιδεψαν, έμαθαν ότι τα αστέρια είναι εκατομμύρια, αμέτρητα και κινούνται και συνοδεύουν κάθε ταξιδευτή στο ταξίδι του, αρκεί να τα αφήσει να του δείξουν το δρόμο. Και πάνω από όλα έμαθαν ότι το μόνο που μπορούσαν να προσφέρουν σε αυτή την υπέροχη θεϊκή αρμονία ήταν η αποχή τους από την τελειότητα του βασιλείου αυτού. Μια αποχή που εκφραζόταν μόνο με τη χαρά που έπαιρναν όταν χαίρονταν με όλο αυτό το παιγνίδι και αποτελούσαν μέρος του, χωρίς να προσπαθούν να αλλοιώνουν την ήλη και την κίνηση κάθε μοναδικότητας που αποτελούσε μέρος της ροής του χρόνου. Και πάνω από όλα έμαθαν ότι ο χρόνος δεν βρίσκεται ούτε στις μέρες, ούτε στις ώρες, ούτε στα χρόνια και τις εβδομάδες, αλλά μόνο στην κάθε στιγμή χαράς που έπαιρναν μαθαίνοντας όλα τα αυτά τα όμορφα πράγματα.
Και αυτή η γνώση δεν τους διδάχθηκε από κανένα δάσκαλο, δεν τους δόθηκε από κανένα γονιό, αλλά ούτε και τους επιβλήθηκε. Επέλεξαν αυτό το ταξίδι, επέλεξαν τη γνώση του ταξιδιού. Πόσο κοντά είναι στην αρμονία της αλήθειας η παιδική φαντασία; Μήπως όσο δεν μπορεί κανένας μεγάλος να κατανοήσει, απλά και μόνο γιατί έχει χάσει το παιδί που είναι μέσα του; Και αυτό το έμαθαν, τους το είπε ο Σόζερ. Κάθε ψυχή που έρχεται εδώ αντικαθίσταται με μια άλλη. Και κάθε άλλη ψυχή πάλι εδώ θα γυρίζει, στην αδράνεια, στην ακινησία, στο θάνατο. Αυτή η γνώση δεν είχε καταπίεση, ούτε ξύλο, ούτε υποχρεώσεις, ούτε στερήσεις, ούτε τίποτα από όλα όσα είχε η άλλη γνώση που είχαν μέχρι τότε. Και σε αυτό το ταξίδι δεν χρειάστηκαν ούτε μια δραχμή.
Αυτή η γνώση τους δόθηκε από ένα καράβι, τη Σινίτρα, το πιο όμορφο καράβι που είχαν γνωρίσει μέχρι τότε και που θα τους οδηγούσε, μόνο του, σε ένα άλλο καράβι, την Κιράνα, για το οποίο είχαν ακούσει πολλά, αλλά ακόμα δεν την είχαν δει. Ήξεραν, όμως, ότι θα βρουν την Κιράνα τους. Ο χρόνος που ήταν παντού αυτό το μήνυμα τους έφερνε. Απλά, είχαν μάθει να μιλάνε με το χρόνο, μια γνώση που δεν θα την έβρισκαν πουθενά αλλού, παρά μόνο στο ταξίδι για τη χώρα του αλλού!!!
Η χώρα του αλλού ήταν τόσο μακριά και τόσο κοντά όσο χρειαζόταν για να αποκτήσουν τη γνώση προκειμένου να την αναγνωρίσουν. Και αυτό το κατάλαβαν όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά τη χώρα του αλλού. Με όσα είχαν μάθει από το ταξίδι τους με τη σινίτρα δεν ήταν και τόσο δύσκολο να καταλάβουν αμέσως ποια ήταν η χώρα του αλλού. Η Σινίτρα, ένα όμορφο πρωινό, σταμάτησε να πλέει και έριξε άγκυρα έξω από ένα γαλαζοπράσινο κολπίσκο που έσβηνε μια πανέμορφη χρυσή παραλία. Εκεί, πέρα από την χρυσή άμμο, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, ούτε πουλιά, ούτε κάτι που να θυμίζει τη ζωή στη γη, όπως τη γνώριζαν μέχρι τότε. Δεν υπήρχαν γονείς, δεν υπήρχαν θείοι, ξαδέλφια, φίλοι, καθηγητές, δάσκαλοι και όλα αυτά. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και μηχανές, αλλά ούτε και δρόμοι υπήρχαν. Εκεί βασίλευε η αρμονία και είχε το πρόσωπο της ομορφιάς, μια απόλυτη αρμονική ομορφιά και πέρα από αυτό δεν θα μπορούσε η χώρα του αλλού να ήταν κάτι το διαφορετικό. Το κατάλαβαν αμέσως και μόλις η σινίτρα έπιασε αγκυροβόλι βούτηξαν κατευθείαν στα γαλαζοπράσινα νερά και κατευθύνθηκαν προς την ολόχρυση αμμουδένια ακτή. Εκεί, σε αυτή τη χώρα, ήταν κρυμμένη η Κιράνα τους. Εκεί θα την έβρισκαν, εκεί θα παιζόταν η τελευταία πράξη αυτού του απίστευτου ταξιδιού τους.
Ο Κοράν βγήκε πρώτος στην παραλία και άρχισε να παίζει με την άμμο. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι και πολύ γρήγορα η αναζήτηση της Κιράνα έγινε ένα παιδικό παιγνίδι πιτσιλίσματος, κολυμπιού και όλα αυτά που τα παιδιά κάνουν όταν βρεθούν στο θαλάσσιο παράδεισο των ονείρων τους. Αφού εξαντλήθηκαν από το παιγνίδι, αποφάσισαν να ξεκινήσουν το ψάξιμο για την Κιράνα. Η χώρα του αλλού ήταν ένα νησί. Αποφάσισαν να το γυρίσουν όλο και να βρουν την Κιράνα. Στα σπίτια τους θα γύριζαν με την Κιράνα. Αυτό ήταν όρκος τιμής!
- Με την Κιράνα θα γυρίσουμε πίσω, έτσι Κίρα; Αυτό σου είπε ο γέρος, τη ρώτησε ο Κοράν.
Η Κίρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
- Δεν μου είπε τίποτα. Μου είπε, μόνο, ότι η Σινίτρα θα μας πήγαινε στη χώρα του αλλού όπου θα βρίσκαμε την Κιράνα. Τίποτε άλλο δεν μου είπε. Και μόλις το είπε αυτό σηκώθηκε και έφυγε κι εγώ ήρθα αμέσως για να σας προλάβω. Δεν ξέρω με τι θα γυρίσουμε πίσω, Κοράν, αλήθεια δεν ξέρω. Μακάρι η Κιράνα να είναι όπως τη φανταζόμαστε. Δεν μπορώ να σας πω τίποτε άλλο, γιατί δεν γνωρίζω κάτι άλλο. Μέχρι εδώ που είμαστε γνωρίζω.
- Δεν έχει καμία σημασία, φώναξε ο Ανος. «Εδώ είναι ο παράδεισος, ακόμα και Κιράνα να μην υπάρχει, εγώ δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω ποτέ. Εδώ θα μείνω…» Άρχισε να κάνει τούμπες στην παραλία…
- Αν βρεις κάτι να φας, τον πείραξε η Μάλι γελώντας και του πέταξε ένα πράγμα που έκοψε από ένα δέντρο και έμοιαζε με μήλο.
Μόλις το πράγμα αυτό έπεσε στο κεφάλι του Ανου έσπασε και ένα κόκκινο υγρό τρέξε. Το κεφάλι του Ανου έγινε κατακόκκινο και στην αρχή όλοι νόμισαν ότι είχε ανοίξει. Γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από το υγρό που είχε εκείνο το περίεργο πράγμα.
- Λέτε να τρώγεται; είπε η Κίρα και έκοψε ένα και το δοκίμασε.
Ένα επιφώνημα χαράς συνόδεψε την πράξη της και πολύ γρήγορα ότι καρπός υπήρχε σε εκείνο δέντρο εξαφανίσθηκε στα στομάχια των παιδιών. Χωρίς να το καταλάβουν, τους πήρε ο ύπνος. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Πρώτος ξύπνησε ο Ανος, μετά ο Κοράν και μετά ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Η νύχτα ήταν όπως την έμαθαν όλο αυτό τον καιρό που ταξίδευαν με τη Σινίτρα. Απλά, όμορφη στο χρόνο της.
- Είναι υπέροχα, ψιθύρισε η Μάλι και έπιασε το χέρι του Λίνου. Εκείνος την πήρε αγκαλιά και μαζί χάζευαν την απέραντη σκοτεινή θάλασσα και τον αστρικό ουρανό.
Η Κίρα έπεσε στην αγκαλιά του Κοράν και ο Ανος βρέθηκε μόνος του να πετάει πέτρες στη θάλασσα.
- Ζηλεύω. Θα έπρεπε να υπάρχει και άλλο ένα κορίτσι στην παρέα. Σας είχα πει να βάλουμε και τη Μαλίνα αλλά δεν θέλατε. Ορίστε τώρα θα ήταν μαζί μου και δεν θα ήμουν μόνος μου…
Οι άλλοι γέλασαν με το παράπονο του Ανου και όλοι μαζί κατέληξαν σε μια αγκαλιά να χαζεύουν τον ουρανό και τη θάλασσα.
- Πότε θα κοιτάξουμε για την Κιράνα; ρώτησε η Μάλι.
- Από αύριο το πρωί, απάντησε ο Κοράν. «Για κάποιο λόγο αυτά τα περίεργα φρούτα μας έριξαν σε βαθύ ύπνο. Αλήθεια πριν τα φάμε νύσταζε κανείς σας;»
Συνειδητοποίησαν ότι δεν νύσταζαν και απέδωσαν έτσι το γεγονός του απροσδόκητου ύπνου τους στα περίεργα φρούτα που έφαγαν. Κάποια στιγμή ξανακοιμήθηκαν και ο πρωινός ήλιος τους ξύπνησε χωρίς να το καταλάβουν. Το μόνο μέρος που μπορούσαν να πλυθούν ήταν η θάλασσα και αφού βράχηκαν ξεκίνησαν να εξερευνήσουν το νησί, ψάχνοντας για την Κιράνα. Αποφάσισαν να γνωρίσουν τη χώρα του αλλού στο βάθος της και ήξεραν πως από δω και πέρα ότι έκαναν θα ήταν δική τους απόφαση. Αλλά και μέχρι τότε έτσι δεν ήταν τα πράγματα; Ο γέρος απλά τους έδειξε ένα φανταστικό δρόμο. Εκείνοι τον έκαναν πραγματικότητα. Στη χώρα του αλλού δεν υπήρχαν οι δρόμοι όπως τους γνώριζαν. Αποφάσισαν να κινηθούν προς το εσωτερικό και να μην πάρουν την παραλία. Δεν είχαν δει να υπάρχουν άνθρωποι, ούτε ζώα ούτε και πουλιά. Τουλάχιστον, δεν είχαν συναντήσει τίποτα μέχρι τότε.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου